Σήμερα, τα ποσοστά του διαβήτη συνεχίζουν να αυξάνονται παγκοσμίως με τα περισσότερα από αυτά να εντοπίζονται στις χώρες του Δυτικού κόσμου.
Οι περισσότεροι από τους παραπάνω ασθενείς πάσχουν από διαβήτη τύπου 2, ο οποίος χαρακτηρίζεται από την αντίσταση στην ινσουλίνη.
Αυτό σημαίνει ότι διάφοροι ιστοί του οργανισμού, όπως για παράδειγμα αυτοί του ήπατος, του εντέρου και των μυών, έχουν μειωμένη ευαισθησία στην ινσουλίνη και επομένως δεν μπορούν να απομακρύνουν επαρκείς ποσότητες γλυκόζης από την κυκλοφορία του αίματος.
Ως αποτέλεσμα το ήπαρ, το οποίο απορροφά αλλά και παράγει γλυκόζη, δεν μπορεί να ανταποκριθεί στην ινσουλίνη για να σταματήσει την παραγωγή γλυκόζης.
Στα πρώιμα στάδια της νόσου, το πάγκρεας εκκρίνει μεγαλύτερες ποσότητες ινσουλίνης για να αντιμετωπίσει το πρόβλημα αυτό, ωστόσο η παραπάνω διορθωτική δράση δεν είναι πάντοτε επαρκής.
Η ινσουλίνη είναι μία ορμόνη που παράγεται από το πάγκρεας.
Ο κύριος ρόλος της είναι η ρύθμιση της μεταφοράς γλυκόζης στα κύτταρα του οργανισμού.
Αν τα επίπεδα της γλυκόζης στο αίμα παραμένουν υψηλά για μεγάλη διάρκεια, μπορεί να προκληθούν βλάβες σε διάφορα όργανα και συστήματα του σώματος.
Προηγούμενες μελέτες είχαν δείξει ότι ο κίνδυνος εμφάνισης διαβήτη τύπου 2 εξαρτάται από αρκετούς διαφορετικούς παράγοντες.
Ωστόσο, γνωρίζουμε επίσης ότι ορισμένες αλλαγές του τρόπου ζωής μπορούν να περιορίσουν σημαντικά τον παραπάνω κίνδυνο.
Μία νέα μελέτη από την Ολλανδία θέλησε να εξετάσει αν υπάρχει σύνδεση ανάμεσα στην καρδιαγγειακή υγεία και τον κίνδυνο εμφάνισης διαβήτη τύπου 2.
Στα πλαίσια της μελέτης, οι επιστήμονες εξέτασαν ασθενείς που είχαν αλλά και ασθενείς που δεν είχαν γενετική προδιάθεση για την εμφάνιση διαβήτη τύπου 2.
Τα αποτελέσματα της μελέτης δημοσιεύτηκαν στο επιστημονικό περιοδικό European Journal of Preventive Cardiology.
Εκτίμηση της καρδιαγγειακής υγείας
Σύμφωνα με τους συγγραφείς, προηγούμενες μελέτες είχαν δείξει ότι διάφοροι καρδιαγγειακοί παράγοντες κινδύνου μπορεί να επηρεάσουν τον κίνδυνο διαβήτη τύπου 2.
Ωστόσο, οι μελέτες αυτές δεν είχαν διαχωρίσει τους ασθενείς ανάλογα με την καρδιαγγειακή τους υγεία με σκοπό να εξετάσουν την επίδραση της τελευταίας στον κίνδυνο εμφάνισης διαβήτη.
Επιπλέον, δεν είχαν εξετάσει αν οι ασθενείς είχαν γενετική προδιάθεση για την εμφάνιση διαβήτη, κάτι που σίγουρα θα είχε επηρεάσει τα αποτελέσματα.
Θέλοντας να δώσουν απαντήσεις στα παραπάνω ερωτήματα, οι επιστήμονες της παρούσας μελέτης εξέτασαν 5.993 εθελοντές που δεν είχαν διαβήτη τύπου 2 στην αρχή της έρευνας.
Οι εθελοντές συμμετείχαν στη μελέτη Rotterdam Study, μία βάση δεδομένων για κατοίκους του Rotterdam ηλικίας άνω των 55 ετών.
Η μέση ηλικία των εθελοντών ήταν τα 69 και το 58% ήταν γυναίκες.
Υπολογίζοντας διάφορους παράγοντες, όπως:
-ο δείκτης μάζας σώματος (ΔΜΣ),
-το ιστορικό καπνίσματος,
-η αρτηριακή πίεση,
-η ολική χοληστερόλη,
-η φυσική άσκηση και,
-η διατροφή, οι επιστήμονες προσδιόρισαν ένα σκορ καρδιαγγειακής υγείας για κάθε εθελοντή.
Δημιούργησαν έτσι μία κλίμακα καρδιαγγειακής υγείας από το 0 έως το 12, με τις μεγαλύτερες τιμές να αντιστοιχούν σε καλύτερη υγεία του καρδιαγγειακού.
Με βάση το σκορ του κάθε εθελοντή στην παραπάνω κλίμακα, αυτός τοποθετήθηκε σε μία από τις τρεις ομάδες που δημιουργήθηκαν ανάλογα με την κατάσταση της υγείας του καρδιαγγειακού (κακή, μέτρια, ιδανική).
Για τον κάθε εθελοντή εκτιμήθηκε επίσης:
-η βιολογική του καρδιαγγειακή υγεία (από την αρτηριακή πίεση, τη χοληστερόλη και το ιστορικό καπνίσματος), καθώς και ,
-η συμπεριφορική (ΔΜΣ, κάπνισμα, διατροφή άσκηση).
Προκειμένου να διαπιστώσουν αν οι ασθενείς είχαν γενετική προδιάθεση για την εμφάνιση διαβήτη τύπου 2, οι επιστήμονες εξέτασαν την παρουσία 403 γενετικών αλληλομόρφων που έχουν συνδεθεί με τη νόσο.
Με βάση την ανάλυση αυτή οι εθελοντές χωρίστηκαν σε 3 ομάδες κάθε μία από τις οποίες συνδέθηκε με χαμηλό, μέτριο ή υψηλό γενετικό κίνδυνο.
Αναλύοντας τα αποτελέσματα της μελέτης
Όπως διαπίστωσαν οι επιστήμονες, στην ηλικία των 55 ετών, ο κίνδυνος εμφάνισης διαβήτη τύπου 2 για κάθε ομάδα (ανάλογα με το σκορ καρδιαγγειακής υγείας) ήταν:
- Ιδανική: 22.6%
- Μέτρια: 28.3%
- Κακή: 32.6%
Όταν έκαναν προσαρμογή των αποτελεσμάτων ανάλογα με τον γενετικό κίνδυνο κάθε ασθενούς, τα παραπάνω ποσοστά για κάθε μία από τις παραπάνω ομάδες έγιναν:
- Ιδανική: 23.5%
- Μέτρια: 33.7%
- Κακή: 38.7%
Οι επιστήμονες ακολούθως έκαναν νέους υπολογισμούς στους οποίους εξέτασαν επίσης τον κίνδυνο εμφάνισης διαβήτη τύπου 2, με βάση τα σκορ βιολογικής και συμπεριφορικής καρδιαγγειακής υγείας.
Και εδώ, ο χαμηλότερος κίνδυνος ήταν στους ασθενείς που είχαν ιδανική καρδιαγγειακή υγεία.
Με βάση τα παραπάνω συμπεράσματα, οι επιστήμονες υποστήριξαν ότι ανεξαρτήτως γενετικής προδιάθεσης, η καρδιαγγειακή υγεία αποτελεί το σημαντικότερο παράγοντα για την πρόληψη του διαβήτη τύπου 2 σε άτομα μέσης ηλικίας.
Περιορισμοί της έρευνας
Οι επιστήμονες αναγνώρισαν ότι η έρευνά τους είχε ορισμένους περιορισμούς.
Αρχικά, η εκτίμηση της καρδιαγγειακής υγείας είχε γίνει περίπου 20-27 χρόνια πριν την έναρξη της μελέτης.
Το γεγονός αυτό μπορεί να είχε ως αποτέλεσμα να ενταχθούν σε λάθος ομάδες ορισμένοι εθελοντές.
Δεύτερον, ορισμένα από τα αποτελέσματα των γενετικών αναλύσεων είχαν βασιστεί σε περιορισμένα δεδομένα, επομένως ίσως δεν είναι απόλυτα ακριβή.
Τέλος, το μεγαλύτερο ποσοστό των εθελοντών ήταν από την Ευρώπη, επομένως οι παρατηρήσεις της έρευνας ίσως δεν αφορούν άλλους πληθυσμούς.
Ανεξαρτήτως των παραπάνω περιορισμών, οι παρατηρήσεις της έρευνας είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρουσες και σίγουρα θα πρέπει να εξερευνηθούν περισσότερο από μελλοντικές μελέτες.
Πηγή: Αντώνιος Δημητρακόπουλος – Ερρίκος Ντυνάν Hospital Center