Η έγχυση ενός εκατομμυρίου βλαστοκυττάρων σε μια αδύνατη καρδιά μπορεί να την κάνει και πάλι λειτουργική! Οπως προκύπτει από την πρώτη στα χρονικά έρευνα που έγινε σχετικά με την έγχυση βλαστοκυττάρων του ίδιου του ασθενούς στον καρδιακό του μυ ύστερα από έμφραγμα, η μέθοδος αυτή είναι αποτελεσματική. Μάλιστα οι ίδιοι οι ερευνητές κάνουν λόγο για «τη μεγαλύτερη επανάσταση της σημερινής γενιάς στην καρδιαγγειακή Ιατρική».
Το καινοτόμο της συγκεκριμένης μεθόδου ήταν ότι τα κύτταρα ελήφθησαν από τα υγιή σημεία της «πληγωμένης» από το έμφραγμα καρδιάς του ασθενούς. Ο δρ Ρομπέρτο Μπόλι του Πανεπιστημίου του Λουισβίλ και ο δρ Πιέρο Ανβέρσα του νοσοκομείου «Brigham and Women’s», σε συνεργασία με την Ιατρική Σχολή του Χάρβαρντ στη Βοστώνη, πραγματοποίησαν την έρευνα, η οποία δημοσιεύτηκε στην ιατρική επιθεώρηση «Lancet» και παρουσιάστηκε στην ετήσια επιστημονική συνάντηση της Αμερικανικής Καρδιολογικής Εταιρίας στην Φλόριντα.
Σε αυτήν, που έφερε την κωδική ονομασία «Scipio», δεκατέσσερις ασθενείς που είχαν καρδιακή ανεπάρκεια εξαιτίας εμφράγματος υποβλήθηκαν σε μετάγγιση με δικά τους καρδιακά βλαστοκύτταρα. Τα κύτταρα αυτά, αφού είχαν αφαιρεθεί από τα υγιή σημεία της καρδιάς τους κατά τη διάρκεια by-pass, υποβλήθηκαν σε επεξεργασία στο εργαστήριο, όπου καλλιεργήθηκαν μέχρι ο πληθυσμός τους να φτάσει το ένα εκατομμύριο.
Τέσσερις μήνες μετά την αφαίρεσή τους από την καρδιά τα κύτταρα εγχέονται πάλι σε αυτήν. Από τις καταγραφές της δυναμικότητας άντλησης της καρδιάς πριν από την έγχυση των βλαστοκυττάρων και μετά προκύπτει ότι παρουσιάστηκε βελτίωση, ενώ ένα χρόνο μετά καταγράφηκε 12% αύξηση κατά μέσο όρο στην ικανότητα άντλησης της καρδιάς. Επιπλέον από απεικονιστικές εξετάσεις που έγιναν φάνηκε ότι οι περιοχές της καρδιάς με βλάβες από το έμφραγμα είχαν μειωθεί.
«Τα αποτελέσματα της έρευνας “Scipio” εγείρουν νέα αισιοδοξία, επειδή η μελέτη βασίζεται σε αυστηρά στάνταρντ ποιότητας και τα οφέλη που καταγράφηκαν είναι μεγέθους κάθε άλλο παρά αναμενόμενου» σχολιάζει στο «Lancet» ο καθηγητής Gerd Heusch της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου του Εσεν στη Γερμανία. Ωστόσο σπεύδει να προσθέσει ότι απαιτούνται περισσότερα δεδομένα από περισσότερους ασθενείς που θα έχουν παρακολουθηθεί για μεγαλύτερο διάστημα προκειμένου να είναι απολύτως διασταυρωμένα τα συμπεράσματα.