Το 1347, ένας φονικός λοιμός έκανε την εμφάνισή του στις μεσογειακές περιοχές, καθώς μεταδόθηκε μέσω εμπορικών πλοίων που μετέφεραν προϊόντα από περιοχές της Μαύρης Θάλασσας.
Η επιδημία εξαπλώθηκε με τρομακτική ταχύτητα, καταστρέφοντας μεγάλο μέρος του πληθυσμού της Ευρώπης, της Μέσης Ανατολής και της βόρειας Αφρικής.
Οι συνέπειες ήταν δραματικές, καθώς οδήγησαν στην κατάρρευση κοινωνιών, την εγκατάλειψη ολόκληρων πόλεων και την αποδιοργάνωση των οικονομιών.
Αυτή η πανδημία σηματοδότησε την απαρχή μιας μακράς περιόδου επαναλαμβανόμενων ξεσπασμάτων πανώλης, γνωστής ως Δεύτερη Πανδημία Πανώλης, που διήρκεσε για σχεδόν μισή χιλιετία.
Από τον 14ο έως τον 19ο αιώνα, η νόσος επανεμφανιζόταν περιοδικά σε διάφορα μέρη του κόσμου, με πολλές πόλεις να πλήττονται ξανά και ξανά.
Η προέλευση αυτής της καταστροφικής επιδημίας υπήρξε αντικείμενο επιστημονικής διαμάχης για χρόνια. Αν και έχει διατυπωθεί η υπόθεση ότι ξεκίνησε από την Ανατολική Ασία, ιδιαίτερα την Κίνα, τα πιο συγκεκριμένα αρχαιολογικά στοιχεία δείχνουν προς την Κεντρική Ασία, κοντά στη λίμνη Issyk Kul, στη σημερινή επικράτεια του Κιργιστάν.
Για να ρίξουν φως σε αυτό το ιστορικό αίνιγμα, ερευνητές από διάφορες χώρες μελέτησαν αρχαίο γενετικό υλικό από ανθρώπινα λείψανα που βρέθηκαν σε ταφικά μνημεία της περιοχής. Ανέλυσαν επίσης ιστορικά έγγραφα και επιγραφές σε επιτύμβιες στήλες, όπου υπήρχαν αναφορές σε θανατηφόρο λοιμό.
Τα πρώτα αποτελέσματα έδειξαν ότι το βακτήριο Yersinia pestis, υπεύθυνο για την πανώλη, ανιχνεύθηκε σε σκελετικά υπολείμματα που χρονολογούνται στο 1338. Σύμφωνα με τον ιστορικό Phil Slavin από το Πανεπιστήμιο του Sterling, αυτή η ανακάλυψη επιβεβαίωσε ότι η επιδημία που καταγράφηκε στις επιτύμβιες στήλες ήταν όντως η πανώλη.
Προηγούμενες έρευνες είχαν συνδέσει την εμφάνιση του Μαύρου Θανάτου με μια μαζική γενετική διαφοροποίηση των στελεχών του βακτηρίου της πανώλης, γνωστή ως “Μεγάλη Έκρηξη” της πανούκλας.
Ωστόσο, η ακριβής στιγμή αυτής της εξέλιξης παρέμενε άγνωστη, με εκτιμήσεις να κυμαίνονται μεταξύ του 10ου και του 14ου αιώνα.
Με τη γενετική ανάλυση των αρχαίων βακτηριακών δειγμάτων από το Κιργιστάν, οι επιστήμονες ανακάλυψαν ότι αυτά τα παλαιά στελέχη βρίσκονταν ακριβώς στο σημείο από όπου ξεκίνησε η γενετική διαφοροποίηση της πανώλης.
Η ερευνήτρια Μαρία Σπύρου από το Πανεπιστήμιο του Tübingen επιβεβαίωσε: «Εντοπίσαμε το αρχικό στέλεχος του Μαύρου Θανάτου και γνωρίζουμε την ακριβή ημερομηνία του—το 1338».
Παρά τα νέα στοιχεία, η ακριβής προέλευση του παθογόνου παραμένει αβέβαιη. Οι επιστήμονες δεν είναι βέβαιοι αν αναπτύχθηκε τοπικά ή αν μεταφέρθηκε από άλλη περιοχή.
Το βακτήριο της πανώλης επιβιώνει σε πληθυσμούς άγριων τρωκτικών που ζουν σε συγκεκριμένες γεωγραφικές περιοχές, γνωστές ως δεξαμενές πανώλης.
Οι επιστήμονες εκτιμούν ότι το στέλεχος που προκάλεσε την επιδημία του 1338-1339 πιθανότατα προήλθε από μία τέτοια φυσική δεξαμενή της Κεντρικής Ασίας.
Ο Johannes Krause, διευθυντής του Ινστιτούτου Max Planck για την Εξελικτική Ανθρωπολογία, δήλωσε ότι σύγχρονα στελέχη της πανώλης που σχετίζονται με το αρχαίο βακτήριο εξακολουθούν να εντοπίζονται στις δεξαμενές πανώλης γύρω από τα βουνά Tian Shan. Αυτό ενισχύει την υπόθεση ότι η Κεντρική Ασία ήταν η εστία προέλευσης του θανατηφόρου λοιμού που άλλαξε την ιστορία του κόσμου.