O μύκητας Candida auris, ένας γνώριμος εχθρός που… στοίχειωσε πρόσφατα τις ζωές μας όταν έγινε γνωστό πως έχει ανιχνευθεί σε μεγάλα νοσοκομεία της επικράτειας, επανέφερε στο προσκήνιο το μείζον θέμα των ενδονοσοκομειακών λοιμώξεων που αντιμετωπίζει (και) η χώρα μας.
Λαμβάνοντας, δε, υπόψη ότι σύμφωνα με το Κέντρο Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων των ΗΠΑ (CDC) οι ενδονοσοκομειακές λοιμώξεις εκεί κατέγραψαν αύξηση 50% τα τελευταία δυόμισι χρόνια, τα επίπεδα συναγερμού έχουν αυξηθεί.
Αντίστοιχα, ευρωπαϊκή μελέτη, που ανακοινώθηκε πέρυσι με αφορμή την Παγκόσμια Εβδομάδα Ευαισθητοποίησης για την Ορθολογική Χρήση των Αντιβιοτικών, έδειξε ότι οι ενδονοσοκομειακές λοιμώξεις κατά τον πρώτο και πλέον χρόνο της πανδημίας αντιπροσώπευαν την κύρια αιτία θανάτου, σε ποσοστό 33%, των COVID-19 ασθενών που έχασαν τη ζωή τους σε Μονάδα.
Ως βασικές αιτίες οι συγγραφείς «δείχνουν» την πρωτόγνωρη πίεση που δέχθηκαν τα νοσοκομεία αλλά και το γεγονός ότι οι ασθενείς παρέμεναν νοσηλευόμενοι (με έμφαση τους διασωληνωμένους στις ΜΕΘ) για μεγάλα χρονικά διαστήματα.
Αντιβιώσεις
Υπό τα δεδομένα αυτά, ακόμα και οι πιο συντηρητικές επιστημονικές φωνές υπολογίζουν πως η χώρα μας το πιθανότερο είναι να έχει καταγράψει μία από τις χειρότερες επιδόσεις στο κρίσιμο αυτό ζήτημα.
Πρόκειται, άλλωστε, για μια «μαύρη σελίδα» που σκίαζε την Ελλάδα και πριν από την πανδημία. Ειδικότερα, σύμφωνα με έρευνα που δημοσιεύθηκε στην έγκριτη ιατρική επιθεώρηση «Lancet», προτού ξεσπάσει η πανδημία καταγράφονταν στη Γηραιά Ηπειρο ετησίως 33.000 θάνατοι λόγω λοιμώξεων από ανθεκτικά στις αντιβιώσεις μικρόβια.
Η Ελλάδα, όπως προκύπτει από τα ίδια στοιχεία, ήταν η δεύτερη (μετά την Ιταλία) χώρα με το μεγαλύτερο πρόβλημα σε αναλογία με τον πληθυσμό της (1.626 απώλειες ετησίως). Μάλιστα, αντίστοιχα ερευνητικά δεδομένα που είδαν το φως της δημοσιότητας πριν από την πανδημία ήδη προειδοποιούσαν πως, ενώ στην ΕΕ το ποσοστό των ασθενών που εκδηλώνουν λοιμώξεις κατά τη νοσηλεία τους είναι κατά μέσο όρο στο 5,5%, στην Ελλάδα ανερχόταν στο 10%-11%.
Το συμπέρασμα εντούτοις δεν προκαλεί εντύπωση εάν συνυπολογίσει κανείς πως, κατά το ECDC, η Ελλάδα το 2019 ήταν πρώτη στην κατανάλωση αντιβιοτικών πανευρωπαϊκά.
Στο διάστημα δε που μεσολάβησε, εντάθηκαν οι εκκλήσεις των λοιμωξιολόγων να μη γίνεται αλόγιστη χρήση τους, λόγω της λοίμωξης COVID-19 στην κοινότητα.
Κοιτάζοντας κανείς τη μεγαλύτερη εικόνα, διαπιστώνει ότι παγκοσμίως και έως το 2019 υπολογιζόταν πως πάνω από 700.000 άνθρωποι έχαναν τη ζωή τους ετησίως λόγω της μικροβιακής αντοχής στα αντιβιοτικά.
Τότε, όπως και σήμερα, οι επιστήμονες επέμεναν πως χωρίς συντονισμένη δράση ο αριθμός αυτός μπορεί να ξεπεράσει τα 10 εκατομμύρια ετησίως έως το 2050.
Για να γίνει αντιληπτή η τάξη μεγέθους του τραγικού αποτυπώματος των ενδονοσοκομειακών λοιμώξεων, αρκεί να αναλογιστούμε πως ο SARS-CoV-2 έχει, σύμφωνα με τις επίσημες καταγραφές, στερήσει τη ζωή σε περίπου 6,26 εκατομμύρια ανθρώπους παγκοσμίως από τα τέλη του 2019 έως και σήμερα.
Επιτήρηση
Σε κάθε περίπτωση, η πολιτική ηγεσία αναγνωρίζοντας το πρόβλημα – υπενθυμίζεται πως το 2016 ο υπουργός Υγείας Θάνος Πλεύρης είχε νοσηλευθεί σε κρίσιμη κατάσταση σε ΜΕΘ λόγω ενδονοσοκομειακής λοίμωξης έπειτα από επέμβαση – σε συνεργασία με τον ΕΟΔΥ έχουν δρομολογήσει σχετικές δράσεις για να αναχαιτίσουν τη δυναμική παρουσία των ανθεκτικών μικροβίων στο ΕΣΥ.
Στο πλαίσιο αυτό και μεταξύ άλλων εκπαιδευτικών δράσεων, αποτελεί μείζον «στοίχημα» η χρήση μιας κοινής βάσης ηλεκτρονικής καταχώρισης δεδομένων επιτήρησης νοσοκομειακών λοιμώξεων ανά την επικράτεια.
Μάλιστα, η βάση αυτή έχει ήδη δημιουργηθεί, ενώ εφαρμόζεται επιτήρηση μέσω αυτής πιλοτικά σε 10 ελληνικά νοσοκομεία, όπως είναι ο «Ευαγγελισμός», ο «Αγιος Σάββας» και το Παίδων «Αγία Σοφία» (πρόγραμμα GRIPP-SNF). Παράλληλα, όμως, σχεδιάζεται και η σταδιακή επέκταση της εγκατάστασής της και στα υπόλοιπα νοσοκομεία της επικράτειας, την ώρα που γίνεται εκτίμηση των βέλτιστων πρακτικών πρόληψης των συχνότερων και σημαντικότερων νοσοκομειακών λοιμώξεων.