Ο καθορισμός της διάρκειας της προστατευτικής ανοσίας μετά μόλυνση από SARS-CoV-2 είναι ζωτικής σημασίας για την κατανόηση και την πρόβλεψη της πορείας της πανδημίας COVID-19. Ένα βασικό ερώτημα είναι, πόσο διαρκεί αυτή η ανοσία.
Οι ιατροί της Γ’ Πανεπιστημιακής Παθολογικής κλινικής του Νοσοκομείου «Η ΣΩΤΗΡΙΑ», ενός από τα νοσοκομεία που δέχτηκε το μεγαλύτερο όγκο ασθενών της πανδημίας και ξεκίνησε τους εμβολιασμούς στην Ελλάδα, με επιβλέποντα τον Καθηγητή Κωνσταντίνο Συρίγο, καταγράφουν τα νεότερα δεδομένα όπως αναλύονται σε πρόσφατη δημοσίευση στο Nature από τους Turner et al και Wang et al. οι οποίοι περιγράφουν την ανθρώπινη ανοσοαπόκριση στη λοίμωξη SARS-CoV-2 κατά τη διάρκεια ενός έτους.
Υπάρχει συνεχής συζήτηση σχετικά με το ποιες ανοσιακές απαντήσεις έναντι του SARS-CoV-2 παρέχουν ανοσία έναντι του ιού. Ωστόσο, υπάρχει συμφωνία ότι οι δύο κύριοι πυλώνες της αντιικής απόκρισης είναι:
1. τα ανοσοκύτταρα που ονομάζονται κυτταροτοξικά Τ κύτταρα, και μπορούν επιλεκτικά να εξαλείψουν τα μολυσμένα κύτταρα και
2. τα εξουδετερωτικά αντισώματα, τα οποία εμποδίζουν έναν ιό στο να μολύνει τα κύτταρα.
Αυτά εκκρίνονται από ανοσοκύτταρα, που ονομάζονται πλασματοκύτταρα.
Ένας τρίτος πυλώνας μιας αποτελεσματικής ανοσοαπόκρισης θα ήταν η δημιουργία Τ βοηθητικών κυττάρων, τα οποία θα είναι ειδικά για τον ιό και θα συντονίζουν την ανοσολογική αντίδραση. Βασικά, αυτά τα τελευταία κύτταρα απαιτούνται για τη δημιουργία ανοσολογικής μνήμης, ως πλασματοκύτταρα πλέον, τα οποία συνεχίζουν να εκκρίνουν αντιικά αντισώματα ακόμη και όταν ο ιός έχει φύγει.
Τα Β και Τ κύτταρα που είναι ειδικά για έναν ιό και αποτελούν κύτταρα μνήμης, διατηρούνται σε κατάσταση αδράνειας και είναι έτοιμα να ενεργοποιηθούν εάν συναντήσουν ξανά τον ιό ή ένα εμβόλιο που τον αντιπροσωπεύει. Αυτά τα κύτταρα μνήμης τα Β και τα Τ προκύπτουν από ενεργοποιημένα κύτταρα κατά την αρχική ανοσολογική αντίδραση. Τα αρχικά κύτταρα υφίστανται αλλαγές στο χρωμοσωμικό τους DNA, που ονομάζονται επιγενετικές τροποποιήσεις, και τους επιτρέπουν να αντιδρούν γρήγορα σε μολύνσεις, με απαντήσεις που σκοπό έχουν την εξάλειψη του παράγοντα που προκαλεί την ασθένεια.
Τα Β κύτταρα έχουν διπλό ρόλο στην ανοσία, αφενός παράγουν αντισώματα τα οποία αναγνωρίζουν τις ιικές πρωτεΐνες και παρουσιάζουν μέρος αυτών των πρωτεϊνών σε συγκεκριμένα Τ κύτταρα και αφετέρου μπορούν να εξελιχθούν σε πλασματοκύτταρα τα οποία εκκρίνουν αντισώματα σε μεγάλες ποσότητες. Πριν από περίπου 25 χρόνια, έγινε φανερό ότι τα πλασματοκύτταρα μπορούν να μετατραπούν τα ίδια σε κύτταρα μνήμης εκκρίνοντας αντισώματα για μακροχρόνια προστασία και διατηρούμενα στο μυελό των οστών για δεκαετίες και ίσως και για ολόκληρη τη ζωή.
Η παρουσία στο μυελό των οστών πλασματοκυττάρων μνήμης που εκκρίνουν αντισώματα ίσως είναι πιθανά ο καλύτερος διαθέσιμος προγνωστικός παράγοντας για μακροχρόνια ανοσία. Για το SARS-CoV-2, οι περισσότερες μελέτες μέχρι στιγμής έχουν αναλύσει την οξεία φάση της ανοσολογικής απόκρισης, η οποία εκτείνεται σε λίγους μήνες μετά τη μόλυνση, και έχουν παρακολουθήσει Τ κύτταρα, Β κύτταρα και εκκρινόμενα αντισώματα. Παραμένει ασαφές εάν η αυτή η απάντηση δημιουργεί πλασματοκύτταρα μνήμης που εκκρίνουν αντισώματα κατά του SARS-CoV-2.
Ο Τέρνερ και οι συνεργάτες του ανέλαβαν την πρόκληση να εντοπίσουν τα πλασματοκύτταρα μνήμης που εκκρίνουν αντισώματα στο μυελό των οστών σε άτομα που έχουν αναρρώσει από το COVID-19. Τα πλασματοκύτταρα μνήμης γενικά είναι σπάνια και αυτά που είναι ειδικά για έναν συγκεκριμένο παράγοντα θα είναι προφανώς εξαιρετικά σπάνια.
Παρ ‘όλα αυτά, ο Turner και οι συνεργάτες του εντόπισαν πλασματοκύτταρα μνήμης που εκκρίνουν αντισώματα ειδικά για την ακίδα πρωτεΐνη που κωδικοποιείται από τον SARS-CoV-2 σε 15 από 19 άτομα, περίπου 7 μήνες μετά τη μόλυνση. Ακολούθησε εκ νέου ανάλυση δειγμάτων από τα ίδια άτομα 4 μήνες αργότερα (δηλαδή 11 μήνες μετά την αρχική μόλυνση με SARSCoV-2).
Βρέθηκε ότι αριθμός αυτών των πλασματοκυττάρων παρέμεινε σταθερός σε όλους εκτός από έναν. Αυτά τα πλασματοκύτταρα δεν πολλαπλασιάστηκαν, γεγονός που τα κατατάσσει σε κύτταρα μνήμης ενώ οι αριθμοί τους ήταν ίσοι με αυτούς των πλασματοκυττάρων μνήμης που βρέθηκαν σε άτομα μετά τον εμβολιασμό κατά του τετάνου ή της διφθερίτιδας.
Όταν ο Turner και οι συνεργάτες του παρακολούθησαν τις συγκεντρώσεις αντισωμάτων κατά του SARS-CoV-2 στον ορό του αίματος των ατόμων για έως και ένα έτος, παρατήρησαν ένα διφασικό σχήμα. Στην οξεία ανοσοαπόκριση γύρω από το χρόνο της αρχικής λοίμωξης, οι συγκεντρώσεις αντισωμάτων ήταν υψηλές, στη συνέχεια μειώθηκαν και μετά από μερικούς μήνες παρέμειναν λίγο πολύ σταθερές στο περίπου 10-20% της αρχικής μέγιστης. Αυτό συνάδει με την προσδοκία ότι το 10-20% των πλασματοκυττάρων της οξείας ανοσολογικής αντίδρασης γίνονται κύτταρα μνήμης, και είναι μια σαφής ένδειξη της αλλαγής, από βραχύβια πλασματοκύτταρα που παράγουν αντισώματα, σε πλασματοκύτταρα μνήμης με τον ίδιο ρόλο. Αυτό δεν είναι απροσδόκητο, δεδομένου ότι η ανοσολογική μνήμη σε πολλούς ιούς και εμβόλια είναι σταθερή για δεκαετίες, αν όχι για μια ζωή.
Για τον SARS-CoV {αίτιο του οξέος αναπνευστικού συνδρόμου (SARS)}, έναν κορωνοϊό που μοιάζει με τον SARS-CoV-2 και εντοπίστηκε αρχικά το 2003, αναφέρθηκε το 2020, δηλαδή για περισσότερα από 17 χρόνια, η συνεχιζόμενη παρουσία υψηλών τίτλων εξουδετερωτικών αντισωμάτων στον ορό του αίματος. Τα αποτελέσματα του Wang και των συναδέλφων του δείχνουν ότι αναμένεται ανάλογη μακροπρόθεσμη ανοσία για το SARS-CoV-2. Οι συγγραφείς αναφέρουν την έρευνα παρακολούθησης των αντισωμάτων του ορού και των κυττάρων μνήμης Β ειδικά για το SARS-CoV-2 περίπου ένα χρόνο μετά τη μόλυνση.
Τα άτομα που εξετάσθηκαν είχαν προηγουμένως ελεγχθεί από την ομάδα του Wang μετά από έξι μήνες από τη νόσηση. Τώρα, μετά από ένα χρόνο, έχει γίνει εμφανής η μετάβαση από μια οξεία ανοσολογική αντίδραση στη δημιουργία ανοσολογικής μνήμης, με τη συγκέντρωση των εξουδετερωτικών αντισωμάτων να παραμένει αμετάβλητη.
Το ότι η οξεία ανοσολογική αντίδραση επεκτείνεται ακόμη και πέραν των έξι μηνών, προτείνεται από την ανάλυση των συγγραφέων για την παρουσία των Β κυττάρων μνήμης, έναντι του SAR-CoV-2, στο αίμα των ατόμων που ανάρρωσαν κατά τη διάρκεια του έτους. Οι συγγραφείς το απέδειξαν με τις in vitro μετρήσεις εξουδετερωτικών αντισωμάτων για πολλά μεταλλαγμένα στελέχη του SARS-CoV-2.
Τέλος, ο Wang και οι συνάδελφοί του έδειξαν ότι η ανοσία μπορεί να ενισχυθεί ακόμη περισσότερο σε άτομα που αναρρώνουν, εμβολιάζοντάς τα μετά από ένα χρόνο. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα τη δημιουργία περισσότερων πλασματοκυττάρων, μαζί με αύξηση του επιπέδου των αντισωμάτων SARS-CoV-2 που ήταν έως και 50 φορές μεγαλύτερο από ό, τι πριν από τον εμβολιασμό. Μερικά από αυτά τα πλασματοκύτταρα , που παρουσιάζονται μετά από εμβολιασμό, πιθανά θα μετατραπούν σε κύτταρα μνήμης , αλλά είναι κάτι που δεν έχει ακόμη αποδειχθεί.
Συμπερασματικά τα στοιχεία μέχρι στιγμής δείχνουν ότι η μόλυνση με SARS-CoV-2 προκαλεί μακροχρόνια ανοσία στα περισσότερα άτομα. Αυτό αποτελεί μια ευπρόσδεκτη θετική σημείωση ενώ αναμένονται περαιτέρω δεδομένα σχετικά με τις ανοσιακές απαντήσεις και την ανοσιακή μνήμη μετά τον εμβολιασμό.