Αρκετοί ειδικοί υποστηρίζουν ότι η COVID-19, η οποία έχει προκαλέσει μέχρι σήμερα περισσότερους από 5.5 εκατομμύρια θανάτους, θα εξελιχθεί σε ενδημική νόσο και θα συνεχίσει να κυκλοφορεί καθώς θα εμφανίζονται συνεχώς νέα στελέχη του SARS-CoV-2.
Τα στελέχη αυτά μάλιστα, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις, θα μπορούν να μολύνουν σχεδόν στο σύνολό τους ασθενείς που έχουν ήδη νοσήσει από προηγούμενα στελέχη της πανδημίας.
Ως αποτέλεσμα είναι σημαντικό να μπορούμε να ανιχνεύουμε γρήγορα τα παραπάνω στελέχη, έτσι ώστε να μπορούμε να ανακόψουμε άμεσα την εξάπλωσή τους με την εφαρμογή κατάλληλων μέτρων.
Μία μελέτη που δημοσιεύτηκε πριν από λίγες ημέρες στο επιστημονικό περιοδικό mBio από επιστήμονες στο ινστιτούτο MIT, το Πανεπιστήμιο του Harvard και την εταιρεία SpaceX προτείνει μία νέα προσέγγιση για την παρακολούθηση των παραπάνω στελεχών.
Συγκεκριμένα, οι επιστήμονες κατάφεραν να ξεχωρίσουν συγκεκριμένους βιοδείκτες του αίματος που συνδέονται με επαναμολύνση ή επανέκθεση στον SARS-CoV-2.
«Καθώς βρισκόμαστε πλέον σε μία περίοδο που η ανοσία της αγέλης (είτε από τα εμβόλια είτε από τη φυσική λοίμωξη) φθίνει, εμφανίζονται όλο και περισσότερα περιστατικά επαναμολύνσεων, ακόμα και σε άτομα που είχαν νοσήσει ή εμβολιαστεί», αναφέρουν οι συγγραφείς στη μελέτη τους.
Προηγούμενες μελέτες είχαν δείξει ότι οι πίθηκοι Rhesus παρουσιάζουν παρόμοια απόκριση στον SARS-CoV-2 με αυτή του ανθρώπου.
Στα πλαίσια της μελέτης τους, οι επιστήμονες της παρούσας έρευνας εξέτασαν μία ομάδα πιθήκων Rhesus που είχαν εκτεθεί στον SARS-CoV-2 στο παρελθόν.
Οι πίθηκοι αυτοί εκτέθηκαν σε νεότερα στελέχη του ιού.
Οι επιστήμονες είχαν λάβει δείγματα αίματος από τους πιθήκους πριν και μετά την έκθεσή τους τόσο στο πρώτο όσο και στο δεύτερο στέλεχος του ιού.
Οι αναλύσεις στα παραπάνω δείγματα αίματος αποκάλυψαν, διάφορους χαρακτηριστικούς δείκτες που συνδέονται με τις επαναμολύνσεις.
Μεταξύ αυτών ήταν:
-τα αυξημένα επίπεδα των αντισωμάτων που προσδένονται στην πρωτεΐνη ακίδα του SARS-CoV-2,
-στην πρωτεΐνη του νουκλεοκαψιδίου, καθώς και,
-άλλα κομμάτια του ιού.
Τα ζώα που εκτέθηκαν σε υψηλότερες δόσεις του ιού παρουσίασαν εντονότερη απόκριση ανοσοσφαιρινών για τον SARS-CoV-2.
Όπως υποστήριξαν οι επιστήμονες, με τους παραπάνω δείκτες είναι δυνατό να προσδιορίσουμε αν ένας ασθενής μολύνεται για πρώτη φορά με τον ιό ή αν πρόκειται για επαναμόλυνση.
Ακολούθως οι επιστήμονες ανέλυσαν δείγματα αίματος από μια μικρή ομάδα ανθρώπων εθελοντών που είχαν μολυνθεί με τον SARS-CoV-2 , παρά το γεγονός ότι είχαν ήδη ιστορικό λοίμωξης με τον ιό αυτό.
Η ανάλυση αυτή επιβεβαίωσε τα αποτελέσματα της μελέτης στους πιθήκους.
Καταλήγοντας, οι επιστήμονες τόνισαν ότι:
“Είναι σημαντικό να ανακαλύψουμε όσο το δυνατόν ταχύτερα απλά εργαλεία τα οποία θα μας επιτρέψουν να εντοπίσουμε εστίες εξάπλωσης νέων στελεχών του SARS-CoV-2″.
Η εξέταση αίματος που χρησιμοποίησαν στη μελέτη τους θα μπορούσε να αποτελέσει ένα τέτοιο εργαλείο.