Επιστήμονες στις ΗΠΑ ανακάλυψαν για πρώτη φορά γενετικούς παράγοντες κινδύνου που παίζουν ρόλο στο κατά πόσο ένας ασθενής με COVID-19 θα εμφανίσει ή όχι απώλεια όσφρησης ή/και γεύσης.
Η απώλεια αυτή αποτελεί διακριτό γνώρισμα της λοίμωξης από κορωνοϊό, χωρίς όμως να την εμφανίζουν όλοι οι ασθενείς, χωρίς να είναι ακόμη σαφές γιατί αυτό συμβαίνει.
Η νέα μελέτη δείχνει ότι υπάρχει και γενετικό υπόβαθρο στις παρατηρούμενες διαφορές από άνθρωπο σε άνθρωπο, όσον αφορά την απώλεια της όσφρησης και της γεύσης.
Οι ερευνητές, με επικεφαλής τον δρα ‘Ανταμ Ότον της εταιρείας γενετικών αναλύσεων 23andMe Inc., οι οποίοι έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό γενετικής “Nature Genetics”, ανέλυσαν το πλήρες γονιδίωμα σχεδόν 70.000 ατόμων άνω των 18 ετών από τις ΗΠΑ και τη Βρετανία.
Διαπιστώθηκε ότι ορισμένες γενετικές παραλλαγές που βρίσκονται κοντά σε δύο γονίδια (UGT2A1 and UGT2A2), αυξάνουν κατά 11% την πιθανότητα ενός ατόμου να νιώσει απώλεια όσφρησης ή γεύσης μετά από λοίμωξη λόγω κορωνοϊού.
Τα δύο αυτά γονίδια κωδικοποιούν ένζυμα που εκφράζονται σε κύτταρα, τα οποία υπάρχουν στο εσωτερικό της μύτης και εμπλέκονται στην ανίχνευση των οσμών.
Η ανακάλυψη ρίχνει περισσότερο φως στους υποκείμενους βιολογικούς μηχανισμούς της απώλειας όσφρησης ή γεύσης λόγω COVID-19.
Σύνδεσμος για την επιστημονική δημοσίευση:
https://www.nature.com/articles/s41588-021-00986-w