Ορισμένοι ασθενείς με συγκεκριμένους τύπους HLA μπορούν να εκκινήσουν μία ισχυρή απόκριση από τα Τ λεμφοκύτταρα για την COVID-19, καθώς ένα κομμάτι της πρωτεΐνης ακίδας του SARS-CoV-2 ομοιάζει με αυτό των εποχικών κορωνοϊών που προκαλούν κοινό κρυολόγημα.
Στο παραπάνω συμπέρασμα κατέληξε μία νέα μελέτη που δημοσιεύτηκε στο επιστημονικό περιοδικό Nature.
Η παρατήρηση αυτή μπορεί να εξηγήσει σε κάποιο βαθμό γιατί υπάρχει τόσο μεγάλη διαφορά στα συμπτώματα που προκαλεί ο ιός σε κάθε ασθενή, ενώ πιθανώς θα βοηθήσει και στην ανάπτυξη νέων αποτελεσματικών εμβολίων για τη νόσο.
Μέχρι σήμερα, οι περισσότερες μελέτες είχαν εστιάσει στην απόκριση αντισωμάτων για τον SARS-CoV-2.
Ωστόσο, όταν ο ιός αρχίσει να μολύνει κύτταρα, τα φυσικά κύτταρα φονείς και τα Τ λεμφοκύτταρα μνήμης ενεργοποιούνται και αναλαμβάνουν ηγετικό ρόλο.
Καθώς οι επιστήμονες θεώρησαν ότι η απόκριση από τα φυσικά κύτταρα φονείς είναι παρόμοια στους περισσότερους ασθενείς, αποφάσισαν να επικεντρωθούν περισσότερο στα Τ λεμφοκύτταρα μνήμης.
Η επιστημονική ομάδα επικεντρώθηκε περισσότερο σε ασθενείς με τύπο HLA A24, ο οποίος είναι συχνότερους στους πληθυσμούς με καταγωγή από την Ανατολική Ασία.
Όπως τόνισαν, η επιλογή αυτή έγινε γιατί ο τύπος αυτός είναι συχνότερος στις χώρες από τις οποίες προέρχονται οι εθελοντές, ενώ αρκετοί πληθυσμοί στην Ασία φαίνεται ότι έχουν μειωμένη ευαισθησία στις λοιμώξεις αυτού του είδους.
Αρχικά, οι επιστήμονες έκαναν in silico αναλύσεις με σκοπό να εξετάσουν αν υπάρχουν τμήματα της πρωτεΐνης ακίδας του SARS-CoV-2 που έχουν υψηλή συγγένεια με το HLA-A24.
Από τις αναλύσεις αυτές κατέληξαν τελικά σε 6 επιτόπους, δηλαδή αλληλουχίες αμινοξέων στις οποίες ανταποκρίνονται τα κύτταρα του ανοσοποιητικού συστήματος.
Ακολούθως, εξέτασαν την απόκριση των κυττάρων του περιφερικού ανοσοποιητικού συστήματος σε ασθενείς με τύπο HLA-A24 που δεν είχαν ιστορικό λοίμωξης με τον SARS-CoV-2, με σκοπό να διαπιστώσουν αν είχαν Τ λεμφοκύτταρα μνήμης που μπορούν να αναγνωρίσουν αντιγόνα του ιού.
Περίπου το 80% των εθελοντών αυτής της ομάδας παρουσίασαν αντίδραση σε ένα συγκεκριμένο πεπτίδιο, τον επίτοπο QYI.
Τέλος, οι επιστήμονες διαπίστωσαν ότι η αλληλουχία αυτή βρίσκεται στους εποχικούς κορωνοϊούς, αλλά και στον SARS-CoV-2, γεγονός που μπορεί να εξηγήσει πιθανώς το παραπάνω φαινόμενο.
Στη συνέχεια, η επιστημονική ομάδα εξέτασε την ανοσιακή απόκριση σε ασθενείς με καρκίνους του αίματος, οι οποίοι αποτελούν ευπαθή ομάδα για την σοβαρή νόσηση από COVID-19.
Η απόκριση στους ασθενείς αυτούς ήταν ηπιότερη σε σχέση με αυτή που παρατηρείται σε υγιείς εθελοντές.
Ωστόσο, η σημαντική παρατήρηση της έρευνας ήταν ότι ακόμα και στους ασθενείς με καρκίνους του αίματος, τα Τ λεμφοκύτταρα μπορούν να εκδηλώσουν ισχυρή ανοσιακή απόκριση για την αλληλουχία του επιτόπου QYI.
Συγκεκριμένα, οι επιστήμονες διαπίστωσαν ότι το 100% των υγιών εθελοντών και το 65% των ασθενών με καρκίνους του αίματος παρουσίασαν απόκριση στην παραπάνω αλληλουχία.
Η παρατήρηση αυτή δημιουργεί ελπίδες καθώς σύμφωνα με τους επιστήμονες ανοίγει το δρόμο για την ανάπτυξη εμβολίων που θα είναι αποτελεσματικά ακόμα και στους ανοσοκατεσταλμένους ασθενείς.
Ο πραγματικός στόχος της έρευνας, όπως τόνισαν οι επιστήμονες, δεν ήταν να διαπιστωθούν διαφορές ανάμεσα στους διάφορους πληθυσμούς ασθενών, αλλά να εξερευνηθούν νέες προσεγγίσεις για τον περιορισμό των θανάτων από την COVID-19.
«Η ελπίδα μας είναι να αναπτύξουμε εμβόλια που θα μπορούν να προκαλέσουν ισχυρή απόκριση από τα Τ λεμφοκύτταρα.
Η έρευνά μας απέδειξε ότι αυτό μπορεί να γίνει στους ασθενείς με HLA τύπο Α24, ωστόσο στο μέλλον θα πρέπει να εξερευνήσουμε αν αυτό μπορεί να συμβεί και σε άλλους τύπους», καταλήγουν οι επιστήμονες.