Αν και οι ασθενείς που πάσχουν από ψυχιατρικές νόσους έχουν μειωμένη πιθανότητα να μολυνθούν με τον SARS-CoV-2, όταν τελικά νοσήσουν παρουσιάζουν υψηλότερα ποσοστά θνητότητας σε σχέση με το γενικό πληθυσμό, σύμφωνα με τις παρατηρήσεις μίας νέας μελέτης.
Συγκριτικά με το ποσοστό θετικότητας για την COVID-19 που είναι 11.91% στο γενικό πληθυσμό για το 2020, οι ασθενείς με σχιζοφρένεια ή διαταραχές της διάθεσης είχαν 9.86%, όπως αναφέρει η μελέτη.
Για τους ασθενείς με αγχώδεις διαταραχές, τα ποσοστά θετικότητας ήταν παρόμοια με αυτά του γενικού πληθυσμού (11.17%), σύμφωνα με τα αποτελέσματα της μελέτης στο JAMA Network Open.
«Αν και προηγούμενες έρευνες είχαν δείξει ότι οι ασθενείς με προϋπάρχουσες ψυχιατρικές νόσους διατρέχουν αυξημένο κίνδυνο μόλυνσης με τον SARS-CoV-2, τα δεδομένα μας ουσιαστικά δείχνουν το αντίθετο», υποστηρίζει ο Antonio Teixeira, MD, PhD, επικεφαλής της μελέτης.
«Οι ασθενείς με μείζονες ψυχιατρικές νόσους (όπως η σχιζοφρένεια και οι διαταραχές της διάθεσης) συνήθως έχουν περιορισμένη κοινωνική ζωή, επομένως αυτό μπορεί να εξηγήσει τον χαμηλότερο κίνδυνο μόλυνσης που παρατηρήσαμε.
Άρα πρακτικά ο μειωμένος κίνδυνος μόλυνσης πρακτικά δεν είναι πραγματικός, αλλά αποδίδεται στη μειωμένη διεξαγωγή εξετάσεων σε αυτό τον πληθυσμό», αναφέρει ο ίδιος.
Παρά το γεγονός ότι οι παραπάνω ασθενείς είχαν μειωμένο κίνδυνο να μολυνθούν με τον ιό, όταν τελικά νοσούσαν από αυτόν, τα ποσοστά θνητότητας ήταν υψηλότερα.
Ειδικότερα, οι ασθενείς με σχιζοφρένεια που είχαν θετικές εξετάσεις για τον ιό, είχαν τετραπλάσια πιθανότητα να καταλήξουν από COVID-19 συγκριτικά με το γενικό πληθυσμό (8% έναντι 2%).
Η έρευνα εξέτασε επίσης τον κίνδυνο θανάτου και από άλλα αίτια.
Όπως διαπίστωσε, οι ασθενείς με σχιζοφρένεια που είχαν αρνητικές εξετάσεις για τον ιό, είχαν και πάλι υψηλότερα ποσοστά θνητότητας σε σχέση με το γενικό πληθυσμό (3.5% έναντι 1.4%), ακόμα και μετά την προσαρμογή για χρόνια νοσήματα ή το κάπνισμα.
Χρησιμοποιώντας δεδομένα από τη βάση δεδομένων Optum COVID-19 Electronic Health Record, η επιστημονική ομάδα εξέτασε πληροφορίες για 2.535.098 ενήλικες που είχαν θετικές εξετάσεις για την COVID-19, κάποια στιγμή από το Φεβρουάριο μέχρι το Δεκέμβριο του 2020.
Από αυτούς:
-οι 3.350 είχαν σχιζοφρένεια,
-οι 26.620 είχαν διαταραχές της διάθεσης, ενώ,
-οι 18.550 είχαν αγχώδεις διαταραχές.
Η μέση ηλικία του πληθυσμού ήταν τα 44 χρόνια και το 62% ήταν γυναίκες.
Συνολικά, το 12% του πληθυσμού αναφοράς είχε θετικές εξετάσεις για την COVID-19 στα νοσοκομεία, ενώ στους ασθενείς με σχιζοφρένεια το ποσοστό αυτό ήταν 31%.
«Οι ασθενείς με σχιζοφρένεια πιστεύουμε ότι θα αποφύγουν να κάνουν εξετάσεις για τον ιό όταν έχουν ήπια συμπτώματα, γεγονός που εξηγεί πιθανώς τα χαμηλά ποσοστά θετικότητας εκτός νοσοκομείων», εξηγούν οι επιστήμονες της μελέτης.
Τα ποσοστά αρκετών χρονίων νόσων παρουσίαζαν επίσης διαφοροποίηση ανάμεσα στο γενικό πληθυσμό και τους ασθενείς με ψυχιατρικές παθήσεις.
-Στους ασθενείς με σχιζοφρένεια, τα ποσοστά παχυσαρκίας ήταν 8-15% χαμηλότερα σε σχέση με το γενικό πληθυσμό, ενώ,
–τα ποσοστά των καπνιστών ήταν υψηλότερα σε όλες τις ψυχιατρικές νόσους.
Με την εξαίρεση της παχυσαρκίας, σχεδόν όλα τα χρόνια νοσήματα συνδέθηκαν με αυξημένο κίνδυνο θανάτου στους ασθενείς με ψυχιατρικές νόσους.
Συγκεκριμένα:
- Υπέρταση: 79% αυξημένος κίνδυνος
- Στεφανιαία νόσος: 53%
- Διαβήτης: 43%
- Κάπνισμα: 26%
Τα αποτελέσματα της παρούσας μελέτης διαφέρουν σε σχέση με αυτά προηγουμένων ερευνών που εξέτασαν τη σύνδεση ανάμεσα στην COVID-19 και τις ψυχιατρικές νόσους, ωστόσο οι συγγραφείς υποστήριξαν ότι αυτό αποδίδεται στη διαφορά του αριθμού των διαγνωστικών εξετάσεων που γίνονται σε κάθε στάδιο της πανδημίας.
Ένας από τους κύριους περιορισμούς της έρευνας ήταν ότι εξέτασε αποκλειστικά εθελοντές, γεγονός που πιθανώς επηρέασε τα αποτελέσματά της.