Σύμφωνα με τις παρατηρήσεις μίας νέας έρευνας από τη Μεγάλη Βρετανία, ορισμένοι ασθενείς αντιμετωπίζουν εξαιρετικά γρήγορα την COVID-19 λοίμωξη, με αποτέλεσμα να μην έχουν ποτέ θετικές εξετάσεις για τον SARS-CoV-2 ούτε να αναπτύσσουν αντισώματα γι’ αυτόν.
Τα κύτταρα του ανοσοποιητικού συστήματος στα οποία αποδίδεται το παραπάνω φαινόμενο είναι τα Τ λεμφοκύτταρα μνήμης, τα οποία έχουν αναπτυχθεί μετά την έκθεση σε κάποιον από τους κορωνοϊούς του κοινού κρυολογήματος.
Ωστόσο, όπως υποστήριξαν οι επιστήμονες της μελέτης, αυτό σε καμία περίπτωση δεν σημαίνει ότι όποιος έχει ιστορικό λοίμωξης με τους κορωνοϊούς του κοινού κρυολογήματος, έχει και επαρκή ανοσία για την COVID-19.
Στα πλαίσια της έρευνας, η οποία δημοσιεύτηκε στο επιστημονικό περιοδικό Nature, οι συγγραφείς συνέλεξαν δείγματα αίματος από 60 επαγγελματίες υγείας της Μεγάλης Βρετανίας κατά τις πρώτες εβδομάδες της πανδημίας.
Όλοι οι εθελοντές δούλευαν σε νοσοκομεία, επομένως είχαν υψηλό κίνδυνο να μολυνθούν με τον SARS-CoV-2, ωστόσο κανένας από αυτούς δεν είχε θετικές εξετάσεις για τον ιό, ούτε ανιχνεύσιμα αντισώματα 4 μήνες μετά την έναρξη της μελέτης.
Εξετάζοντας λεπτομερώς τα δείγματα αίματος από τους παραπάνω «οροαρνητικούς» εθελοντές, οι επιστήμονες παρατήρησαν ότι 20 από αυτούς παρουσίασαν αύξηση στον αριθμό των Τ λεμφοκυττάρων κατά τη διάρκεια της μελέτης.
Το φαινόμενο αυτό παρατηρείται συνήθως όταν το ανοσοποιητικό σύστημα προετοιμάζεται για να αντιμετωπίσει μία λοίμωξη.
–19 από τους εθελοντές παρουσίασαν επίσης αύξηση στα επίπεδα μίας πρωτεΐνης του ανοσοποιητικού συστήματος, της IFI27, η οποία σύμφωνα με τους συγγραφείς αποτελεί πρώιμο δείκτη της COVID-19 λοίμωξης.
Όπως εξήγησαν, οι παραπάνω παρατηρήσεις συνολικά δείχνουν ότι ο ιός κατάφερε να μολύνει τους ασθενείς, ωστόσο αντιμετωπίστηκε ταχέως από το ανοσοποιητικό σύστημα πριν προλάβει να πολλαπλασιαστεί επαρκώς.
Σύμφωνα με τη θεωρία που παρουσίασαν στη μελέτη τους, οι επιστήμονες υποστήριξαν ότι τα Τ λεμφοκύτταρα παρεμβαίνουν στο σύμπλεγμα πολλαπλασιασμού/μεταγραφής (replication transcription complex), το οποίο απαρτίζεται από διάφορες πρωτεΐνες και παίζει σημαντικό ρόλο στον πολλαπλασιασμό του SARS-CoV-2.
Μάλιστα, παρατήρησαν ότι το ποσοστό των εθελοντών που είχαν Τ λεμφοκύτταρα που αναγνωρίζουν το παραπάνω σύμπλεγμα ήταν πολύ μεγαλύτερο στην ομάδα των «οροαρνητικών» εθελοντών, συγκριτικά με αυτή των εθελοντών που νόσησαν από COVID-19.
Οι συγγραφείς παρατήρησαν επίσης ότι ακόμα και σε δείγματα αίματος που είχαν ληφθεί πριν την πανδημία υπήρχαν Τ λεμφοκύτταρα που μπορούν να αναγνωρίσουν το παραπάνω σύμπλεγμα του SARS-CoV-2.
Το γεγονός αυτό δείχνει ότι τα παραπάνω Τ λεμφοκύτταρα δημιουργήθηκαν πιθανώς μετά από μία λοίμωξη με τους εποχικούς κορωνοϊούς που προκαλούν κοινό κρυολόγημα.
Οι επιστήμονες τόνισαν, ωστόσο, ότι προς το παρόν αυτό δεν έχει αποδειχθεί ακόμα και η δημιουργία των παραπάνω κυττάρων ενδέχεται να αποδίδεται και σε άλλα αίτια.
Τα περισσότερα εμβόλια της COVID-19 που κυκλοφορούν σήμερα στοχεύουν την πρωτεΐνη ακίδα του SARS-CoV-2, την οποία χρησιμοποιεί ο τελευταίος για να προσδεθεί και να μολύνει τα ανθρώπινα κύτταρα.
Η πρωτεΐνη ακίδα κάθε κορωνοϊού, γνωρίζουμε σήμερα ότι μπορεί να διαφέρει σημαντικά σε σχέση με αυτή των άλλων κορωνοϊών.
Ωστόσο, το πρωτεϊνικό σύμπλεγμα που παρατηρήθηκε στην παρούσα μελέτη είναι παρόμοιο σε όλους τους κορωνοϊούς, επομένως θα μπορούσε ίσως να αποτελέσει το στόχο ενός εμβολίου που θα μπορεί να προστατεύσει από το σύνολο των ιών αυτής της οικογενείας.
Ένας περιορισμός της έρευνας ήταν ότι δεν μπορεί να αποδείξει ότι οι εθελοντές με τα παραπάνω Τ λεμφοκύτταρα είχαν πράγματι μολυνθεί με σωματίδια του ιού SARS-CoV-2 κάποια στιγμή στη διάρκεια της μελέτης.
Το γεγονός αυτό καθιστά ιδιαίτερα δύσκολο να προσδιοριστεί ο ρόλος των λεμφοκυττάρων.
Ωστόσο, όπως υποστήριξε η Mala Maini, μία εκ των συγγραφέων της έρευνας, όλοι οι εθελοντές παρουσίασαν αύξηση στα επίπεδα των Τ λεμφοκυττάρων στο διάστημα που ο ιός SARS-CoV-2 κυκλοφορούσε ανεξέλεγκτος στη Μεγάλη Βρετανία και τα νοσοκομεία είχαν σχεδόν γεμίσει με ασθενείς.
Το παραπάνω γεγονός, όπως υποστήριξε, μπορεί να μην αποτελεί απόδειξη, ωστόσο δείχνει ότι υπάρχει σύνδεση ανάμεσα στα δύο φαινόμενα.
Ποιοι έχουν τα παραπάνω Τ λεμφοκύτταρα μνήμης;
Ακόμα κι αν κάποιοι εθελοντές κατάφεραν να αντιμετωπίσουν τον ιό SARS-CoV-2 πριν αυτός προλάβει να πολλαπλασιαστεί, όπως περιέγραψαν οι επιστήμονες της μελέτης, αυτό ενδεχομένως να μην συμβαίνει με τα νεότερα στελέχη του ιού, όπως για παράδειγμα το Δέλτα.
Είναι επίσης σημαντικό να σημειωθεί ότι όλοι οι εθελοντές ήταν επαγγελματίες υγείας που εργάζονται σε νοσοκομεία, μιλάμε δηλαδή για ένα πληθυσμό που έρχεται τακτικά σε επαφή με παθογόνα του αναπνευστικού συστήματος και επομένως έχει αυξημένη πιθανότητα να έχει επαρκή επίπεδα Τ λεμφοκυττάρων.
Η έρευνα δεν κατάφερε επίσης να διαπιστώσει αν η απόκριση του ανοσοποιητικού συστήματος που παρατηρήθηκε στους παραπάνω εθελοντές αποδίδεται πράγματι στα λεμφοκύτταρα ή σε κάποιο άλλο μηχανισμό του ανοσοποιητικού συστήματος.
Προφανώς, το επόμενο βήμα είναι να εξεταστεί η θεωρία αυτή σε πειραματόζωα και ακολούθως να γίνουν κλινικές δοκιμές πρόκλησης σε ανθρώπους εθελοντές, προκειμένου να μπορούμε να αποφανθούμε με βεβαιότητα για το ρόλο των παραπάνω Τ λεμφοκυττάρων.
Πηγή: Αντώνιος Δημητρακόπουλος – Ερρίκος Ντυνάν Hospital Center