Οι ανεμβολίαστοι ασθενείς με ιστορικό COVID-19 έχουν 5 φορές αυξημένο κίνδυνο να νοσηλευτούν για COVID-19 συγκριτικά με αυτούς που έχουν κάνει τα εμβόλια της Pfizer ή της Moderna, σύμφωνα με τελευταία δεδομένα από τις ΗΠΑ.
Σε ένα σύνολο σχεδόν 7.000 ασθενών που νοσηλεύτηκαν για συμπτώματα που παραπέμπουν σε COVID-19, το 8.7% των ανεμβολίαστων ενηλίκων με ιστορικό λοίμωξης είχε ξανά θετικές εξετάσεις για τον ιό.
Αντιθέτως, στους ασθενείς χωρίς ιστορικό COVID-19 που είχαν κάνει κάποιο από τα εμβόλια mRNA, μόλις το 5.1% είχε θετικές εξετάσεις για τον ιό.
Μετά την προσαρμογή των παραπάνω δεδομένων για διάφορους παράγοντες όπως η ηλικία ή τα ποσοστά COVID-19 στην περιοχή κατοικίας των ασθενών, διαπιστώθηκε ότι ο κίνδυνος νοσηλείας για COVID-19 είναι 5.49 φορές αυξημένος σε αυτούς που δεν έχουν εμβολιαστεί αλλά έχουν νοσήσει από τον ιό, σύμφωνα με το Morbidity and Mortality Weekly Report του CDC.
Τους τελευταίους μήνες έχουν γίνει αρκετές συζητήσεις σχετικά με την ανοσία που προσφέρει η φυσική λοίμωξη από τον SARS-CoV-2 και πως αυτή συγκρίνεται με την ανοσία που προσφέρουν τα εμβόλια.
Αρχικά μία έρευνα που δημοσιεύτηκε στις αρχές Αυγούστου έδειξε ότι τα εμβόλια της COVID-19 μπορούν να μειώσουν στο μισό το κίνδυνο νέας λοίμωξης στα άτομα με ιστορικό νόσησης.
Στα τέλη του ίδιου μήνα, μία προδημοσίευση από το Ισραήλ ανέφερε ότι, η φυσική λοίμωξη προσφέρει καλύτερη ανοσία σε σχέση με το εμβολιασμό ειδικά για το στέλεχος Δέλτα.
Άλλες μελέτες αμφισβήτησαν επίσης την αποτελεσματικότητα των εμβολίων.
Για παράδειγμα, μία έρευνα που δημοσιεύτηκε στα τέλη Ιουλίου έδειξε ότι τα 3/4 των ασθενών σε μία επιδημία COVID-19 στο Cape Cod ήταν εμβολιασμένοι.
Η Rochelle Walensky, διευθύντρια του CDC τοποθετήθηκε σχετικά με τα νέα δεδομένα την Παρασκευή που μας πέρασε.
«Πλέον έχουμε επαρκή δεδομένα που δείχνουν ότι τα εμβόλια έχουν χρησιμότητα, ακόμα και στους ασθενείς με ιστορικό λοίμωξης από τον ιό.
Το τελευταίο Morbidity and Mortality Weekly Report επιβεβαιώνει την υψηλή αποτελεσματικότητα των εμβολίων στην πρόληψη της σοβαρής νόσησης».
Η επιστημονική ομάδα του CDC εξέτασε δεδομένα για τις νοσηλείες από την 1η Ιανουαρίου μέχρι τις 2 Σεπτεμβρίου του 2021.
Όλοι οι ασθενείς ήταν άνω των 18 ετών και είχαν κάνει εξετάσεις για COVID-19 τουλάχιστον 1 φορά από την 1η Φεβρουαρίου του 2020.
Προκειμένου ένας ασθενής να θεωρηθεί «ανεμβολίαστος με ιστορικό λοίμωξης» θα πρέπει να είχε θετικές εξετάσεις για τον ιό SARS-CoV-2 τουλάχιστον 90 ημέρες πριν τη νοσηλεία του και να μην είχε κάνει κανένα από τα διαθέσιμα εμβόλια της COVID-19.
Εμβολιασμένοι θεωρήθηκαν αυτοί που είχαν κάνει και τις δύο δόσεις των εμβολίων της Pfizer ή της Moderna τουλάχιστον 14 ημέρες πριν τη νοσηλεία τους.
Από τη μελέτη εξαιρέθηκαν όσοι είχαν κάνει 1 δόση των mRNA εμβολίων, καθώς και αυτοί που έκαναν το εμβόλιο της Johnson & Johnson.
Συνολικά, καταγράφηκαν 201.269 νοσηλείες.
Από αυτές, στις 94.264 έγιναν μοριακές εξετάσεις για τη διάγνωση της COVID-19.
Τελικά οι επιστήμονες επιβεβαίωσαν:
-1.020 νοσηλείες σε ανεμβολίαστους ενήλικες με ιστορικό COVID-19 και,
–6.328 νοσηλείες σε εμβολιασμένους.
Στις μεγαλύτερες ηλικίες, οι εμβολιασμένοι που νοσηλεύτηκαν ήταν περισσότερο (σαν ποσοστό) από τους ανεμβολίαστους με ιστορικό λοίμωξης.
Συγκεκριμένα:
- Στις ηλικίες 65-74: 28% έναντι 20%
- Στις ηλικίες 75-84: 32% έναντι 17%
- Στις ηλικίες άνω των 85: 18% έναντι 8%
Αντιθέτως, στις νεαρότερες ηλικίες (18-49) όπου η αποτελεσματικότητα των εμβολίων είναι υψηλότερη, το ποσοστό των ανεμβολίαστων που νοσηλεύτηκαν ήταν σημαντικά υψηλότερο σε σχέση με αυτό των εμβολιασμένων (31% έναντι 9%).
Σύμφωνα με τους επιστήμονες του CDC, «όλες οι έρευνες που έκαναν προσαρμογή στα αποτελέσματα για διάφορους παράγοντες όπως ο χρόνος που έχει περάσει από τη λοίμωξη ή το κυρίαρχο στέλεχος κάθε εποχής, κατέληξαν σε παρόμοια αποτελέσματα».
Καταλήγοντας, υποστήριξαν ότι «όλοι οι ενήλικες που έχουν πρόσβαση στα εμβόλια θα πρέπει να τα κάνουν ανεξαρτήτως αν έχουν ιστορικό λοίμωξης με τον ιό ή όχι».
Πηγή: Αντώνιος Δημητρακόπουλος – Ερρίκος Ντυνάν Hospital Center