Η COVID-19 είναι μία εποχική λοίμωξη που κυκλοφορεί συνήθως τις εποχές με χαμηλές θερμοκρασίες και υγρασία, όπως επιβεβαίωσε μία νέα έρευνα που δημοσιεύτηκε στο επιστημονικό περιοδικό Nature Computational Science.
Η έρευνα αποδεικνύει επίσης ότι ο ιός SARS-CoV-2 μπορεί να μεταδοθεί μέσω σωματιδίων του αέρα και δείχνει ότι θα πρέπει να λάβουμε τα κατάλληλα μέτρα για να περιορίσουμε την εξάπλωσή του μέσω αυτής της οδού.
Ένα καίριο ερώτημα που έχει τεθεί από την αρχή της πανδημίας σχετικά με τον SARS-CoV-2 είναι αν ο ιός έχει εποχικό χαρακτήρα, όπως συμβαίνει με τη γρίπη, ή αν μεταδίδεται εξίσου εύκολα σε όλες τις εποχές του έτους.
Ορισμένα πρώιμα μοντέλα εκτίμησης είχαν υποστηρίξει ότι το κλίμα δεν επηρεάζει τη μετάδοση του SARS-CoV-2, καθώς το τελευταίος εξαπλώθηκε σχετικά γρήγορα σε όλες τις χώρες του κόσμου.
Λίγο αργότερα, ωστόσο, αρκετοί ειδικοί υποστήριξαν ότι η πανδημία και τα πρώτα περιστατικά του ιού στην Κίνα εμφανίστηκαν σε μία περίοδο με χαμηλή υγρασία και χαμηλές θερμοκρασίες (5-11 °C).
«Το ερώτημα αν η COVID-19 αποτελεί εποχική νόσο είναι ιδιαίτερη σημαντικό σε αυτή τη φάση και μπορεί να βοηθήσει στη λήψη αποφάσεων για τα μέτρα πρόληψης που θα πρέπει να εφαρμοστούν στο μέλλον», ανέφερε ο επικεφαλής της έρευνας, Xavier Rodó.
Θέλοντας να απαντήσουν στο παραπάνω ερώτημα, ο Rodó και η ομάδα του ανέλυσαν τη σύνδεση ανάμεσα στη θερμοκρασία, την υγρασία και την εξάπλωση του SARS-CoV-2 κατά την αρχική φάση της πανδημίας, χρησιμοποιώντας δεδομένα από 162 χώρες.
Από τα αποτελέσματα διαπιστώθηκε αντίστροφη σύνδεση ανάμεσα στο ρυθμό εξάπλωσης R0 και τη θερμοκρασία/υγρασία.
Συγκεκριμένα, όσο χαμηλότερη ήταν η θερμοκρασία και η υγρασία, τόσο μεγαλύτερο ήταν το R0.
Η επιστημονική ομάδα εξέτασε επίσης πως διαφοροποιήθηκε η παραπάνω σύνδεση τους επόμενους μήνες και αν διατηρείται σε όλες τις γεωγραφικές περιοχές.
Για την επίτευξη του παραπάνω στόχου χρησιμοποίησαν ένα στατιστικό εργαλείο που αναπτύχθηκε ειδικά για να ανιχνεύσει αντίστοιχες συνδέσεις σε συγκεκριμένες χρονικές στιγμές.
Και η ανάλυση αυτή ανέδειξε ισχυρή αντίστροφη σύνδεση ανάμεσα στον αριθμό των περιστατικών και το κλίμα (θερμοκρασία και υγρασία), με το φαινόμενο αυτό να είναι εμφανές και στα 3 κύματα της πανδημίας.
Για παράδειγμα, το πρώτο κύμα κρουσμάτων ξεκίνησε να υποχωρεί με την άνοδο της θερμοκρασίας το καλοκαίρι.
Αντίστοιχα, το δεύτερο κύμα εμφανίστηκε όταν οι θερμοκρασίες άρχισαν και πάλι να μειώνονται το φθινόπωρο.
Ωστόσο, σε ορισμένες χώρες το καλοκαίρι παρουσιάστηκε μία παροδική αύξηση των κρουσμάτων, γεγονός που, σύμφωνα με τους επιστήμονες της έρευνας, μπορεί να εξηγηθεί από διάφορους παράγοντες, μεταξύ των οποίων και ο τουρισμός.
Όταν ανέλυσαν τα δεδομένα από το Νότιο Ημισφαίριο, οι επιστήμονες παρατήρησαν κι εκεί αντίστοιχη σύνδεση.
Μάλιστα, όπως διαπιστώθηκε, οι επιδράσεις του κλίματος στην κυκλοφορία του ιού ήταν περισσότερο εμφανείς:
-στις θερμοκρασίες 12-18 °C και,
-στα επίπεδα υγρασίας από 4 μέχρι 12 g/m3.
Ωστόσο, οι επιστήμονες τόνισαν ότι οι παραπάνω τιμές είναι ενδεικτικές, καθώς το δείγμα που εξέτασαν ήταν περιορισμένο.
Τέλος, με βάση συγκεκριμένα επιδημιολογικά μοντέλα, η επιστημονική ομάδα έδειξε ότι η θερμοκρασία μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως προγνωστικός δείκτης για την αύξηση ή μείωση των κρουσμάτων της COVID-19, ιδιαίτερα στην Ευρώπη.
«Τα αποτελέσματα της μελέτης μας επιβεβαιώνουν ότι ο SARS-CoV-2 είναι εποχικός ιός και παρουσιάζει παρόμοια εποχικότητα με τη γρίπη και τους 4 κορονοϊούς που προκαλούν συμπτώματα κοινού κρυολογήματος», αναφέρει η μελέτη.
Στις εποχές με χαμηλή υγρασία το μέγεθος των αερολυμάτων στον αέρα μειώνεται, επομένως η μετάδοση των εποχικών ιών, όπως για παράδειγμα της γρίπης, είναι ευκολότερη.
Καταλήγοντας, οι επιστήμονες υποστήριξαν ότι θα πρέπει να ληφθούν άμεσα μέτρα προκειμένου να βελτιωθεί ο εξαερισμός των κτιρίων, γεγονός που θα βοηθήσει στον περιορισμό της εξάπλωσης του ιού, ιδιαίτερα τους χειμερινούς μήνες.
Πηγή: Αντώνιος Δημητρακόπουλος – Ερρίκος Ντυνάν Hospital Center