Σύμφωνα με την ιστοσελίδα Our World in Data, σχεδόν το 50% του παγκοσμίου πληθυσμού έχει λάβει αυτή τη στιγμή τουλάχιστον μία δόση των εμβολίων της COVID-19.
Τα εμβόλια αυτά γνωρίζουμε σήμερα ότι μειώνουν σημαντικά τη σοβαρότητα της νόσησης, ωστόσο, δεν μπορούν να προστατεύσουν πλήρως από τη λοίμωξη με τον SARS-CoV-2.
Στην αρχή της πανδημίας, ορισμένες χώρες όπως η Σουηδία και η Μεγάλη Βρετανία είχαν επιτρέψει στον ιό να κυκλοφορήσει στην κοινότητα με σκοπό να αναπτυχθεί έτσι ανοσία της αγέλης ταχύτερα από τα άτομα που θα νοσήσουν.
Το σκεπτικό ήταν ότι αν σε μικρό χρονικό διάστημα έχει μολυνθεί με τον ιό ένα μεγάλο ποσοστό του πληθυσμού, τότε η ανοσία της κοινότητας θα καταστήσει δυσκολότερη την κυκλοφορία του ιού.
Αν και σήμερα υπάρχουν αναφορές ασθενών που νόσησαν από COVID-19 περισσότερες από μία φορές, ο αριθμός αυτός είναι πολύ μικρός γεγονός που καθιστά αδύνατο να γίνουν επιδημιολογικές μελέτες.
Αυτό σημαίνει ότι αυτή τη στιγμή είναι πολύ δύσκολο να προσδιορίσουμε ποια είναι η διάρκεια της ανοσίας μετά από μία λοίμωξη με τον SARS-CoV-2.
Μία νέα έρευνα η οποία δημοσιεύτηκε στο επιστημονικό περιοδικό Lancet , ανέλυσε δεδομένα ερευνών για προηγούμενους συγγενικούς ιούς με τον SARS-CoV-2 με σκοπό να εκτιμήσει τη διάρκεια της ανοσίας που προσφέρει η λοίμωξη με τον παραπάνω ιό.
Σύμφωνα με τις παρατηρήσεις τους, ένας ανεμβολίαστος ασθενής που νοσεί από COVID-19 θα είναι προστατευμένος από μελλοντικές λοιμώξεις με τον ιό για 3-61 μήνες, εφόσον ο τελευταίος συνεχίζει να κυκλοφορεί στην κοινότητα.
Το γεγονός αυτό προφανώς δείχνει ότι η ανοσία από τη φυσική λοίμωξη δεν μπορεί να προστατεύσει από τον ιό μακροπρόθεσμα και σίγουρα δεν είναι εφ’ όρου ζωής.
Κατά συνέπεια, αυτοί που έχουν νοσήσει από τον ιό θα πρέπει να εμβολιαστούν μετά τους 6 μήνες από τη λοίμωξη.
Δεδομένα έχουν δείξει, μάλιστα, ότι η ανοσία σε όσους έχουν νοσήσει από COVID-19 και κάνουν μία δόση των εμβολίων είναι ισχυρότερη, συγκριτικά με αυτούς που κάνουν τις δύο δόσεις των εμβολίων χωρίς να έχουν ιστορικό λοίμωξης.
Η ανάλυση των δεδομένων
Η επιστημονική ομάδα εξέτασε τα γονίδια 177 διαφορετικών κορωνοϊών που μπορούν να μολύνουν τον άνθρωπο.
Από τους ιούς αυτούς, ξεχώρισαν αυτούς που έχουν τα περισσότερα κοινά χαρακτηριστικά με τον SARS-CoV-2.
Συνολικά 5 ιοί πληρούσαν τα κριτήρια ομοιότητας που έθεσαν οι επιστήμονες.
Αυτοί ήταν:
-ο SARS-CoV-1, δηλαδή ο ιός που προκάλεσε την επιδημία του 2003,
-ο MERS-CoV, ο οποίος ανιχνεύτηκε για πρώτη φορά το 2012, καθώς και,
-τρεις κορωνοϊοί που προκαλούν συμπτώματα κοινού κρυολογήματος.
Στα πλαίσια της μελέτης τους, οι επιστήμονες ανέλυσαν τις διακυμάνσεις στα επίπεδα των αντισωμάτων (από 128 ημέρες μέχρι και 28 χρόνια) μετά τη λοίμωξη με τους παραπάνω ιούς, καθώς και τον κίνδυνο νέας λοίμωξης ανάλογα με τα επίπεδα των αντισωμάτων.
Χρησιμοποιώντας τα παραπάνω δεδομένα, οι επιστήμονες εκτίμησαν ότι η ανοσία που προσφέρει η φυσική λοίμωξη με τον SARS-CoV-2 διαρκεί λιγότερο σε σχέση με αυτή άλλων κορωνοϊών.
Συγκεκριμένα, υποστήριξαν ότι:
-νέες λοιμώξεις μπορεί να εμφανιστούν ακόμα και 3 μήνες μετά την αρχική λοίμωξη, ενώ,
-στους 16 μήνες ο κίνδυνος νέας μόλυνσης με τον ιό είναι πλέον συγκρίσιμος με αυτόν του γενικού πληθυσμού, εφόσον ο SARS-CoV-2 συνεχίζει να κυκλοφορεί στην κοινότητα.
«Καθώς εμφανίζονται συνεχώς νέα, περισσότερο μολυσματικά στελέχη, η ανοσία που δημιουργήθηκε μετά τη λοίμωξη με ένα προηγούμενο στέλεχος δεν μπορεί πλέον να προστατεύσει επαρκώς από τον ιό.
Αυτοί που νόσησαν στην αρχή της πανδημίας διατρέχουν πλέον σημαντικό κίνδυνο να μολυνθούν ξανά με τον ιό στο άμεσο μέλλον», αναφέρει ο επικεφαλής της έρευνας, Alex Dornburg, από το Πανεπιστήμιο της Βόρειας Καρολίνας των ΗΠΑ.
Η επιστημονική ομάδα τόνισε επίσης ότι καθώς εμφανίζονται συνεχώς νέα στελέχη που μπορούν να αποφύγουν την εξουδετέρωση από την ανοσία της κοινότητας, είναι σημαντικό να αυξήσουμε τα ποσοστά εμβολιασμού με σκοπό να περιορίσουμε την πιθανότητα εμφάνισης πιο επικίνδυνων στελεχών.
Ελαχιστοποίηση του κινδύνου
Είναι σημαντικό να τονιστεί στο σημείο αυτό ότι η έρευνα είχε και ορισμένους περιορισμούς.
Για παράδειγμα, δεν εξέτασε αν η σοβαρότητα των συμπτωμάτων κατά τη διάρκεια της λοίμωξης, ή αν η υγεία του ανοσοποιητικού συστήματος μπορεί να επηρεάσει τη διάρκεια της ανοσίας που αναπτύσσεται.
Καταλήγοντας, οι επιστήμονες υποστήριξαν ότι ο κύριος στόχος σε αυτή τη φάση της πανδημίας είναι να περιοριστούν όσο το δυνατόν περισσότερο τα ποσοστά σοβαρής νόσησης.
Αν το ιστορικό λοίμωξης COVID-19 δημιουργεί επαρκή ανοσία που μπορεί να επιτύχει τον παραπάνω στόχο, τότε δεν υπάρχει σημαντικός κίνδυνος για τους ασθενείς από μία νέα μόλυνση.
Ωστόσο, προς το παρόν δεν γνωρίζουμε αν η ανοσία της φυσικής λοίμωξης μπορεί να προστατεύσει το σύνολο των ασθενών από τη σοβαρή νόσηση και το θάνατο, επομένως καλό θα είναι να λάβουμε τα απαραίτητα μέτρα πρόληψης για να αποφύγουμε νέες μολύνσεις.
Πηγή: Αντώνιος Δημητρακόπουλος – Ερρίκος Ντυνάν Hospital Center