Το φάρμακο αντισωμάτων της AstraZeneca για την COVID-19, το οποίο έχει αποδειχθεί ιδιαίτερα αποτελεσματικό στην πρόληψη της COVID-19, φαίνεται ότι μπορεί να χρησιμοποιηθεί και ως θεραπεία εφόσον χορηγείται εντός μίας εβδομάδας από την εμφάνιση των συμπτωμάτων.
Το φάρμακο λέγεται AZD7442 και περιέχει δύο διαφορετικά αντισώματα.
Όπως έδειξε η τελευταία κλινική δοκιμή, μπορεί να μειώσει τον κίνδυνο σοβαρής νόσησης και θανάτου κατά 50% σε ασθενείς που δεν νοσηλεύονται και λαμβάνουν το φάρμακο εντός 7 ημερών από το 1ο σύμπτωμα.
Μάλιστα, όσο νωρίτερα χορηγείται το φάρμακο, τόσο υψηλότερη είναι η αποτελεσματικότητά του.
Συγκεκριμένα, όσοι έλαβαν το φάρμακο εντός 5 ημερών είχαν ακόμα πιο χαμηλό κίνδυνο να παρουσιάσουν σοβαρά συμπτώματα.
Το φάρμακο αυτό προστίθεται σε μία αρκετά εκτενή λίστα φαρμάκων που αναπτύχθηκαν τους τελευταίους μήνες, τα οποία ενδείκνυνται για χορήγηση λίγο μετά την εμφάνιση των συμπτωμάτων σε ασθενείς με ήπια νόσο.
Σύμφωνα με αντιπροσώπους της AstraZeneca, οι κλινικές δοκιμές πρακτικά επιβεβαιώνουν την υψηλή αποτελεσματικότητα του φαρμάκου, ως προφυλακτική αγωγή μετά την έκθεση.
«Όταν το φάρμακο εγκριθεί τότε θα μπορεί ίσως να χορηγηθεί και ως θεραπεία.
Ωστόσο, η κύρια χρήση του φαρμάκου είναι η προφυλακτική του δράση όταν χορηγείται αμέσως μετά την έκθεση στον ιό», ανέφεραν στη συνέντευξή τύπου οι επιστήμονες.
Σήμερα, αντίστοιχες θεραπείες μονοκλωνικών αντισωμάτων έχουν αναπτυχθεί και από άλλες εταιρίες, μεταξύ των οποίων η Regeneron, η Eli Lilly και η GlaxoSmithKline.
Οι θεραπείες αυτές έχουν λάβει επείγουσα έγκριση στις ΗΠΑ και χορηγούνται ήδη για την αντιμετώπιση της ήπιας/μέτριας COVID-19.
Η θεραπεία μονοκλωνικών αντισωμάτων της Regeneron είχε 72% αποτελεσματικότητα στην πρόληψη της συμπτωματικής λοίμωξης την 1η εβδομάδα και,
-93% όταν χορηγείται αργότερα.
Το φάρμακο της GlaxoSmithKline είχε 79% αποτελεσματικότητα στην πρόληψη της σοβαρής νόσησης και του θανάτου από όλα τα αίτια, ενώ,
–η θεραπεία της Eli Lilly μπορεί να μειώσει το ιικό φορτίο κατά 70% μέσα σε 7 ημέρες, συγκριτικά με ένα placebo.
Η Merck έχει αναπτύξει επίσης ένα χάπι για την COVID-19, το οποίο μπορεί να μειώσει τον κίνδυνο νοσηλείας ή θανάτου κατά 50% σε ασθενείς με τουλάχιστον 1 παράγοντα κινδύνου για την COVID-19.
Η AstraZeneca έχει ήδη αναπτύξει ένα εμβόλιο για την COVID-19, το οποίο χορηγείται ακόμα σε αρκετές χώρες του κόσμου.
Η εταιρία ζήτησε επείγουσα έγκριση για το νέο της φάρμακο πριν λίγες ημέρες, το οποίο όπως υποστηρίζει ενδείκνυται ως προφυλακτική αγωγή.
Αυτό σημαίνει ότι θα πρέπει να χορηγείται σε ασθενείς με εξασθενημένο ανοσοποιητικό σύστημα που δεν μπορούν να παρουσιάσουν ικανοποιητική απόκριση στα εμβόλια.
Όπως υποστήριξε η εταιρία, δύο ομάδες ασθενών που θα έχουν αρκετά οφέλη από το φάρμακο είναι:
-οι καρκινοπαθείς και,
-οι ασθενείς που έχουν κάνει μεταμοσχεύσεις.
Αν το φάρμακο λάβει πλήρη έγκριση, τότε στο μέλλον θα μπορεί να χορηγηθεί ίσως και σε άλλους πληθυσμούς, όπως για παράδειγμα στους επιβάτες κρουαζιερόπλοιων.
Η AstraZeneca έχει υποβάλει τα δεδομένα των κλινικών δοκιμών για το φάρμακο AZD7442 σε διάφορους ελεγκτικούς φορείς και αυτή τη στιγμή αναμένει την απόφασή τους.
Στην κλινική δοκιμή του φαρμάκου συμμετείχαν περισσότεροι από 900 εθελοντές σε 13 χώρες.
-Το 90% των εθελοντών είχε κάποιο χρόνιο νόσημα που συνδέεται με αυξημένο κίνδυνο COVID-19, όπως ο καρκίνος ή ο διαβήτης.
-Το 50% των εθελοντών έλαβε το φάρμακο, ενώ οι υπόλοιποι πήραν placebo.
Τις επόμενες ημέρες, η AstraZeneca θα υποβάλει τα αποτελέσματα της παραπάνω κλινικής δοκιμής σε κάποιο επιστημονικό περιοδικό με peer-review.
Το φάρμακο AZD7442 περιέχει τεχνητά αντισώματα που παραμένουν στον οργανισμό για αρκετούς μήνες και μπορούν να προστατεύσουν από τη λοίμωξη με τον ιό.
Τα εμβόλια, αντιθέτως, προκαλούν ανοσιακή απόκριση η οποία οδηγεί σε παραγωγή αντισωμάτων ή άλλων ανοσιακών κυττάρων που προστατεύουν τον οργανισμό.
Αν και τα αποτελέσματα που παρουσίασε πριν λίγες ημέρες η AstraZeneca αφορούν τη χορήγηση του φαρμάκου σε ασθενείς που δεν νοσηλεύονται, αυτή τη στιγμή έχει ξεκινήσει ήδη μία κλινική δοκιμή που εξετάζει την αποτελεσματικότητα του φαρμάκου και σε νοσηλευόμενους ασθενείς.
Πηγή: Αντώνιος Δημητρακόπουλος – Ερρίκος Ντυνάν Hospital Center