Σύμφωνα με μελέτη της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου του Πίτσμπουργκ την οποία ανακοίνωσε η ιταλική εφημερίδα La Repubblica πρόκειται για αερολύματα σωματιδίων τα οποία, μόλις φτάσουν στους πνεύμονες χάρη σε μια κανονική φορητή συσκευή εισπνοής, μπορούν να εμποδίσουν τη δράση της «ακίδας» πρωτεΐνης του ιού και συνεπώς να σταματήσουν την μόλυνση.
«Τα αερολύματα σωματιδίων που μπορούν να εισπνευστούν για να εμποδίσουν τη μόλυνση είναι τα “νανοσώματα”, τα οποία είναι θραύσματα αντισωμάτων που παράγονται ευκολότερα και φθηνότερα από τα μονοκλωνικά αντισώματα και είναι πιο σταθερά, γεγονός που διευκολύνει τη μεταφορά και την αποθήκευσή τους ακόμη και στις αναπτυσσόμενες χώρες», εξηγεί ο Γι Σί , καθηγητής Κυτταρικής Βιολογίας στο Πανεπιστήμιο του Πίτσμπουργκ, μιλώντας στο επιστημονικό περιοδικό “Science Advances”και συμπληρώνει.
«Όταν ξέσπασε η πανδημία, παγώσαμε όλα τα άλλα ερευνητικά προγράμματα και αφιερωθήκαμε στην εξεύρεση θεραπείας για τον Covid.
Παράξαμε χιλιάδες διαφορετικούς τύπους νανοσωμάτων, μελετώντας λεπτομερώς τις δομές τους και πώς θα μπορούσαν να συνδεθούν με την “ακίδα “της πρωτεΐνης του ιού. Βρήκαμε ότι αρκετά νανοσώματα είναι πολύ αποτελεσματικά και το ενδιαφέρον είναι ότι κάθε τύπος νανοσωμάτων συνδέεται με διαφορετική περιοχή της ακίδας πρωτεΐνης.
Αυτό σημαίνει ότι μπορεί να συνδεθεί ένα κοκτέιλ διαφορετικών νανοσωμάτων σε διαφορετικά σημεία μιας ακίδας πρωτεΐνης ταυτόχρονα, έτσι ώστε να αποτραπεί μια πιθανή “διαφυγή” μεταλλασσόμενη».
Ερωτηθείς για το πόσο αποτελεσματικό είναι το σύστημα αυτό, ο καθηγητής Σι απάντησε, ότι έχουν γίνει πειράματα σε χάμστερ, τα οποία για την νόσο Covid αποτελούν ένα εξαιρετικό ζωικό μοντέλο.
«Είδαμε ότι μία εισπνοή μπορεί να μειώσει την ποσότητα των ιικών σωματιδίων κατά περίπου ένα εκατομμύριο φορές.
Τα πειράματα με τα ζώα μας έχουν δώσει μέχρι στιγμής δύο σημαντικές ενδείξεις:
–Η μία είναι ότι τα νανοσώματα μπορούν να χρησιμοποιηθούν για προφύλαξη, δηλαδή για την πρόληψη της μόλυνσης.
–Η δεύτερη ένδειξη, είναι ότι αυτή η θεραπεία μπορεί να είναι αποτελεσματική στην πρώτη φάση της μόλυνσης (ας πούμε εντός 8-9 ημερών από τα πρώτα συμπτώματα), επειδή εμποδίζει τον πολλαπλασιασμό του ιού“, εξηγεί ο κ. Σι.
Αντίθετα, όταν επιδεινωθεί η νόσος COVID δεν είναι πλέον θέμα δράσης του ιού, αλλά σε εκείνο το σημείο το πρόβλημα είναι η υπερβολική αντίδραση του ανοσοποιητικού μας συστήματος.
“Τότε είναι πολύ αργά για να χρησιμοποιήσουμε ένα φάρμακο σαν το δικό μας», τονίζει ο κ. Σι.
Αναφορικά με τα πλεονεκτήματα αυτής της θεραπείας σε μορφή αερολύματος, ο καθηγητής επεσήμανε:
«Σήμερα, όταν τα αντισώματα (π.χ αντισώματα IgG) κατά του Covid εγχέονται ενδοφλεβίως, μόνο το 0,2% αυτών φτάνουν στους πνεύμονες: όλα τα υπόλοιπα μεταβολίζονται από το σώμα πριν φτάσουν στους πνεύμονες.
Απαιτούνται μεγάλες ποσότητες φαρμάκου για να υπάρχει επάρκεια.
Αντίθετα, η εισπνοή των νανοσωμάτων είναι ένα πιο αποτελεσματικό σύστημα, που απαιτεί πολύ μικρότερες ποσότητες φαρμάκου.
Μια ακόμη πιο σημαντική πτυχή είναι ότι το φάρμακό μας θα μπορούσε να είναι πολύ χρήσιμο σε όσους δεν μπορούν να εμβολιαστούν, επειδή έχουν κάποια αυτοάνοσα νοσήματα».
Ο Κινεζικής καταγωγής καθηγητής, τόνισε επίσης ότι τα πρώτα νανοφάρμακα έχουν ήδη εγκριθεί από το 2018 για τη θεραπεία ορισμένων σπάνιων ασθενειών του αίματος.
Μέχρι σήμερα, όπως είπε, υπάρχουν περίπου 40 κλινικές μελέτες, στις οποίες συμμετείχαν χιλιάδες εθελοντές, που δείχνουν ότι τα νανοσώματα είναι τόσο ασφαλή όσο τα ανθρώπινα αντισώματα.
Τέλος, πρόσθεσε ότι “δεν πρόκειται για μια δαπανηρή θεραπεία, γιατί τα νανοσώματα μπορούν επίσης να παραχθούν από ένα βακτήριο όπως το E. coli, το οποίο αναπαράγεται γρήγορα και εύκολα”.