Πριν από λίγες ημέρες ανακοινώθηκε στις ΗΠΑ ότι θα ξεκινήσει άμεσα η χορήγηση ενισχυτικών δόσεων σε όσους εμβολιάστηκαν πριν από 8 μήνες.
Σύμφωνα με το CDC, η απόφαση αυτή έχει βασιστεί τόσο σε έρευνες, όσο και δεδομένα προδημοσιεύσεων.
Ο ίδιος οργανισμός υποστήριξε επίσης ότι η αποτελεσματικότητα των εμβολίων για τη (συμπτωματική ή ασυμπτωματική) λοίμωξη παρουσιάζει σταδιακή μείωση, ωστόσο η προστασία από τη σοβαρή νόσηση, τη νοσηλεία και το θάνατο παραμένει σε υψηλά επίπεδα.
“Καθώς η ανοσία αναμένεται να περιοριστεί ακόμα περισσότερο με την εξάπλωση του στελέχους Δέλτα, οι ενισχυτικές δόσεις θα μας βοηθήσουν να μείνουμε ένα βήμα μπροστά από τον ιό”, εξηγούν οι επιστήμονες του CDC.
Σε συνάντηση που είχε με αντιπροσώπους του Λευκού Οίκου των ΗΠΑ σχετικά με την απόφαση για τη χορήγηση ενισχυτικών δόσεων, η διευθύντρια του CDC, Rochelle Walensky, αναφέρθηκε σε 3 έρευνες από το Morbidity and Mortality Weekly Report (MMWR), μία προδημοσίευση στο medRxiv, καθώς και δεδομένα του CDC σχετικά με το στέλεχος Δέλτα.
Προστασία από τη λοίμωξη
Η Walensky αναφέρθηκε αρχικά στα δεδομένα του MMWR από τη Νέα Υόρκη που έδειξαν ότι η αποτελεσματικότητα των εμβολίων για την πρόληψη της λοίμωξης έχει μειωθεί:
-από το 91.7%,
-στο 79.8% , από τις 3 Μαρτίου μέχρι τις 25 Ιουλίου.
Στο παραπάνω διάστημα, καταγράφηκαν συνολικά:
-9.675 νέα περιστατικά COVID-19 σε εμβολιασμένους ενήλικες, και,
-38.505 περιστατικά σε ανεμβολίαστους.
Δεδομένα από μία μελέτη της Mayo Clinic που δημοσιεύτηκαν στο medRxiv δείχνει επίσης μείωση της αποτελεσματικότητας των εμβολίων στην πολιτεία της Μινεσότα.
Συγκεκριμένα, για το εμβόλιο της Moderna, η αποτελεσματικότητα στην πρόληψη της λοίμωξης μειώθηκε από 86% (Ιανουάριο-Ιούνιο 2021) σε 76% τον Ιούλιο, ενώ για το εμβόλιο της Pfizer η μείωση ήταν μεγαλύτερη (από 76% σε 42%).
Τέλος, νέα δεδομένα από το MMWR για ασθενείς σε γηροκομεία έδειξαν ότι η προστασία από τη λοίμωξη μειώθηκε από 75% το Μάρτιο σε 53% τον Αύγουστο, όπως υποστήριξε η Walensky.
Συγκεκριμένα, η παραπάνω μελέτη διαπίστωσε ότι πριν την εξάπλωση του στελέχους Δέλτα (από την 1η Μαρτίου μέχρι τις 9 Μαΐου) η αποτελεσματικότητα ήταν 74.7% (με βάση 17.407 αναφορές από 3.862 οίκους ευγηρίας), με το ποσοστό αυτό να περιορίζεται στο 67.5% από τις 10 Μαΐου μέχρι τις 20 Ιουνίου και ακόμα χαμηλότερα (53.1%) μετά τις 21 Ιουνίου, όταν δηλαδή είχε επικρατήσει πλέον το στέλεχος Δέλτα.
Τα παραπάνω δεδομένα συνολικά δείχνουν ότι η αποτελεσματικότητα των εμβολίων έχει παρουσιάσει σαφή μείωση, υποστήριξε η Walensky.
-Προστασία από τη σοβαρή νόσηση και τη νοσηλεία
Παρά τη μείωση της αποτελεσματικότητα στην πρόληψη της λοίμωξης, τα δεδομένα δείχνουν ότι τα εμβόλια έχουν ακόμα υψηλή αποτελεσματικότητα στην πρόληψη της σοβαρής νόσησης και της νοσηλείας.
Σύμφωνα με τα δεδομένα του MMWR, από τις 3 Μαΐου μέχρι τις 25 Ιουλίου, η αποτελεσματικότητα των εμβολίων για την πρόληψη των νοσηλειών παρέμεινε σταθερή στο εύρος 91.9% έως 95.3%.
Συγκεκριμένα, παρατηρήθηκαν συνολικά:
-1.271 νοσηλείες σε πλήρως εμβολιασμένα άτομα, και,
-7.308 νοσηλείες σε ανεμβολίαστα.
Οι νοσηλείες παρουσίαζαν σταθερή μείωση μέχρι τις 5 Ιουλίου, ωστόσο στις επόμενες 2 εβδομάδες, άρχισαν και πάλι να αυξάνονται, ιδιαίτερα στους ασθενείς άνω των 65 ετών.
Η προδημοσίευση της Mayo Clinic διαπίστωσε ότι από τον Ιανουάριο μέχρι τον Ιούλιο στη Μινεσότα, τόσο το εμβόλιο της Moderna όσο και αυτό της Pfizer είχαν υψηλή αποτελεσματικότητα στην πρόληψη των νοσηλειών από COVID-19 (91.6% και 85%, αντίστοιχα), καθώς και της εισαγωγής στη ΜΕΘ (93.3% και 87%), ενώ κανένας ασθενής που είχε εμβολιαστεί δεν κατέληξε από τον ιό.
Τέλος, τα πιο πρόσφατα δεδομένα του MMWR από το δίκτυο IVY του CDC έδειξαν ότι δεν υπάρχει μείωση της αποτελεσματικότητας για την πρόληψη των νοσηλειών τις τελευταίες 24 εβδομάδες, αν και η Walensky τόνισε ότι το δείγμα που είχε μολυνθεί με το στέλεχος Δέλτα ήταν σχετικά μικρό.
Οι συγγραφείς εξέτασαν δεδομένα για 3.089 ενήλικες από 21 νοσοκομεία των ΗΠΑ για το διάστημα από τις 11 Μαΐου μέχρι τις 14 Ιουλίου.
Από αυτούς:
– οι 1.194 είχαν COVID-19, ενώ,
-οι 1.895 αποτέλεσαν την ομάδα ελέγχου.
-Το 11.8% των περιστατικών είχε κάνει και τις δύο δόσεις των εμβολίων, ενώ,
–στην ομάδα ελέγχου το αντίστοιχο ποσοστό ήταν 52.1%.
Η αποτελεσματικότητα των εμβολίων στην πρόληψη των νοσηλειών ήταν 86% συνολικά και 90% στους ενήλικες που δεν ήταν ανοσοκατεσταλμένοι.
Επιπλέον, από τους 1.129 ασθενείς που είχαν κάνει και τις 2 δόσεις ενός mRNA εμβολίου, δεν παρατηρήθηκε στατιστικώς σημαντική μείωση την αποτελεσματικότητας των εμβολίων για την πρόληψη των νοσηλειών στο διάστημα που εξέτασε η έρευνα (από 86% σε 84%).
Ωστόσο, εξετάζοντας το στέλεχος από το οποίο είχαν μολυνθεί οι ασθενείς της μελέτης, διαπιστώθηκε ότι μόλις το 16.3% είχε μολυνθεί με το στέλεχος Δέλτα.
Η πλειοψηφία είχε νοσήσει από το στέλεχος Άλφα (53.3%).
«Συνολικά, τα παραπάνω δεδομένα επιβεβαιώνουν ότι, αν και η προστασία από τη λοίμωξη φθίνει σταδιακά, η προστασία από τη σοβαρή νόσηση και τη νοσηλεία παραμένει σε υψηλά επίπεδα.
Σε κάθε περίπτωση, οι αποφάσεις μας για τη χορήγηση ενισχυτικών δόσεων έχουν βασιστεί και στην εξάπλωση του στελέχους Δέλτα», εξήγησε η Walensky.
Στέλεχος Δέλτα και περιορισμός της ανοσίας
Η Walensky αναφέρθηκε ακολούθως σε δεδομένα από δύο μελέτες του CDC που δεν έχουν δημοσιευτεί ακόμα.
Στις μελέτες αυτές συμμετέχουν περισσότεροι από 4.000 επαγγελματίες υγείας από τις ΗΠΑ.
Σύμφωνα με τις παρατηρήσεις των μελετών αυτών η αποτελεσματικότητα των εμβολίων για την πρόληψη της συμπτωματικής ή ασυμπτωματικής λοίμωξης έχει περιοριστεί:
-από 92% πριν το στέλεχος Δέλτα,
-στο 64% μετά την εξάπλωση του τελευταίου.
Από τα παραπάνω δεδομένα προκύπτει επίσης ότι η αποτελεσματικότητα των εμβολίων γενικά είναι μειωμένη ενάντια στο στέλεχος Δέλτα, επομένως σε κάθε περίπτωση θα εμφανιστούν περισσότερα κρούσματα συγκριτικά με τα προηγούμενα στελέχη.
Ανοσολογική βάση για τις ενισχυτικές δόσεις
Ο Anthony Fauci, διευθυντής του NIAID των ΗΠΑ παρουσίασε στην ίδια συνάντηση ανοσολογικά δεδομένα που υποστηρίζουν τη χορήγηση μίας τρίτης δόσης.
Όπως υποστήριξε, τα επίπεδα των αντισωμάτων μειώνονται σταδιακά, ωστόσο μία τρίτη δόση μπορεί να αυξήσει τον τίτλο αντισωμάτων τουλάχιστον 10 φορές.
“Ο υψηλότερος τίτλος αντισωμάτων έχει συνδεθεί με υψηλότερη αποτελεσματικότητα από τα εμβόλια και επομένως μπορεί να προστατεύσει περισσότερο από το στέλεχος Δέλτα”, τόνισε.
Μία έρευνα που δημοσιεύτηκε στο επιστημονικό περιοδικό Science έδειξε ότι τα επίπεδα των αντισωμάτων μετά το εμβόλιο της Moderna φτάνουν τη μέγιστη τιμή τους 43 ημέρες μετά τη δεύτερη δόση, ωστόσο τις επόμενες 209 ημέρες παρουσιάζουν σταθερή μείωση, ανεξαρτήτως στελέχους.
Επιπλέον, μία προδημοσίευση που αναρτήθηκε στο medRxiv και βασίστηκε σε δεδομένα από τις κλινικές δοκιμές φάσης ΙΙΙ του εμβολίου της Moderna, διαπίστωσε ότι ο τίτλος εξουδετερωτικών αντισωμάτων στον ορό 1:100 συνδέεται με αποτελεσματικότητα 91%.
“Κατά συνέπεια, όσο υψηλότερος είναι ο τίτλος των εξουδετερωτικών αντισωμάτων, τόσο υψηλότερη είναι και η αποτελεσματικότητα των εμβολίων”, εξήγησε ο Fauci.
Τόσο η μελέτη από το Science, όσο και τα δεδομένα για το εμβόλιο της Pfizer που δημοσιεύτηκαν στο New England Journal of Medicine, έδειξαν ότι τα επίπεδα των εξουδετερωτικών αντισωμάτων για το στέλεχος Δέλτα είναι χαμηλότερα σε σχέση με τα προηγούμενα στελέχη.
Τέλος, μία άλλη προδημοσίευση στο medRxiv έδειξε ότι η 3η δόση του εμβολίου της Moderna μπορεί να αυξήσει τον τίτλο αντισωμάτων τουλάχιστον 10 φορές, ενώ αντίστοιχα είναι και τα αποτελέσματα για το εμβόλιο της Pfizer.
“Στην έρευνα της Moderna διαπιστώθηκε σημαντική αύξηση στον τίτλο αντισωμάτων 15 ημέρες μετά τη χορήγηση της 3ης δόσης”, πρόσθεσε ο Fauci.
Αντίστοιχη ήταν και η αύξηση για το εμβόλιο της Pfizer.
«Όλα τα παραπάνω δεδομένα υποστηρίζουν τη χορήγηση μίας 3ης δόσης των εμβολίων mRNA στους ασθενείς», κατέληξε ο Fauci.
Πηγή: Αντώνιος Δημητρακόπουλος – Ερρίκος Ντυνάν Hospital Center