Η ισχύς της πρώτης απόκρισης του ανοσοποιητικού συστήματος στο ρινοφάρυγγα φαίνεται ότι επηρεάζει σε μεγάλο βαθμό τη σοβαρότητα της νόσησης από τον ιό SARS-CoV-2, σύμφωνα με τις παρατηρήσεις μίας νέας μελέτης που δημοσιεύτηκε στο επιστημονικό περιοδικό Cell.
Η μελέτη, η οποία διεξήχθη από το Boston Children’s Hospital και το University of Mississippi Medical Center εξέτασε τα κύτταρα της ρινός και του φάρυγγα σε ασθενείς που είχαν μολυνθεί με τον ιό SARS-CoV-2, καθώς και ασθενείς που δεν είχαν ιστορικό λοίμωξης με τον ιό (ομάδα ελέγχου).
Αλλαγές στα κύτταρα
Οι επιστήμονες της μελέτης έλαβαν ρινοφαρυγγικά δείγματα από 35 ενήλικες που νόσησαν από COVID-19 στο διάστημα από τον Απρίλιο μέχρι το Σεπτέμβριο του 2020.
Ακολούθως ανέλυσαν την αλληλουχία του RNA σε κάθε κύτταρο με σκοπό να εξετάσουν σε ποια από αυτά ανιχνεύεται RNA του ιού (ένδειξη ότι έχουν μολυνθεί), καθώς και ποια γονίδια είχαν ενεργοποιηθεί ή απενεργοποιηθεί ως απόκριση στη μόλυνση από τον ιό.
Όπως διαπιστώθηκε, στα κύτταρα που είχαν μολυνθεί ενεργοποιήθηκαν αρκετά από τα γονίδια που σχετίζονται με την απόκριση σε μία λοίμωξη, κάτι που δεν παρατηρήθηκε στα υγιή κύτταρα.
Η έρευνα διαπίστωσε επίσης ότι τα κύτταρα των ασθενών που παρουσίασαν ήπια συμπτώματα είχαν διαφορετική απόκριση στον SARS-CoV-2, συγκριτικά με αυτά των ασθενών που παρουσίασαν σοβαρότερη νόσηση.
Οι ασθενείς με COVID-19 είχαν γενικά περισσότερα κύτταρα που εκκρίνουν βλέννη και λιγότερα ώριμα κροσσωτά κύτταρα (τα κύτταρα που απομακρύνουν τα ξένα σώματα από τους αεραγωγούς) σε σχέση με τους υγιείς εθελοντές.
Αντιθέτως, ο πληθυσμός των ανώριμων κροσσωτών κυττάρων ήταν μεγαλύτερος στους ασθενείς με COVID-19.
Σύμφωνα με τους επιστήμονες της έρευνας, ένα από τα σημαντικότερα ερωτήματα από την αρχή της πανδημίας είναι γιατί ορισμένοι ασθενείς νοσούν σοβαρά από τον ιό, ενώ άλλοι παρουσιάζουν ήπια ή καθόλου συμπτώματα.
Έντονη φλεγμονή
Αν και το δείγμα των ασθενών που εξετάστηκε ήταν σχετικά μικρό, η έρευνα κατέληξε σε ορισμένα ενδιαφέροντα συμπεράσματα τα οποία μπορεί να οδηγήσουν σε νέες αποτελεσματικές θεραπείες.
Συγκεκριμένα, οι επιστήμονες παρατήρησαν ότι στους ασθενείς με ήπια συμπτώματα, όλα τα γονίδια που σχετίζονται με την απόκριση του κυττάρου σε έναν ιό είχαν ενεργοποιηθεί.
Αντιθέτως, στους ασθενείς που νόσησαν σοβαρά, η απόκριση των ιντερφερονών, η οποία ουσιαστικά εκκινεί την ανοσιακή απόκριση, ήταν περιορισμένη, ενώ αντίθετα η φλεγμονώδης απόκριση ήταν αυξημένη.
Σύμφωνα με τους επιστήμονες της μελέτης, η παραπάνω παρατήρηση έχει ιδιαίτερη σημασία.
Οι κορωνοϊοί έχουν αρκετές πρωτεΐνες που αναστέλλουν την απόκριση της φυσικής ανοσίας, στην οποία περιλαμβάνονται και οι ιντερφερόνες, επομένως η μειωμένη απόκριση αποδίδεται πιθανώς στην αυξημένη έκφραση των ιικών πρωτεϊνών.
Ορισμένοι επιστήμονες πιστεύουν ότι η αυξημένη φλεγμονώδης απόκριση ενοχοποιείται για τα σοβαρότερα συμπτώματα της COVID-19.
Ενισχύοντας την απόκριση στους ιούς
«Όλοι οι ασθενείς με σοβαρή COVID-19 είναι περιορισμένη απόκριση ιντερφερονών στα επιθηλιακά τους κύτταρα νωρίς στην πορεία της νόσου και δεν κατάφεραν ποτέ να εκκινήσουν μία σημαντική ανοσιακή απόκριση.
Η επαρκείς ποσότητες ιντερφερονών στην αρχή της λοίμωξης είναι ιδιάζουσας σημασίας για την αντιμετώπιση τόσο του SARS-CoV-2, όσο και άλλων ιών», γράφουν οι επιστήμονες στη μελέτη τους.
Η παρούσα μελέτη συμφωνεί με τις παρατηρήσεις προηγουμένων ερευνών που είχαν διαπιστώσει ότι η περιορισμένη απόκριση των ιντερφερονών οδηγεί συνήθως σε σοβαρότερη νόσηση.
Ο επόμενος στόχος της έρευνας, σύμφωνα με τους επιστήμονες είναι να εξερευνηθεί γιατί ορισμένοι ασθενείς παρουσιάζουν ικανοποιητική απόκριση ιντερφερονών, ενώ άλλοι όχι.
Καταλήγοντας, τόνισαν ότι ο ρινοφάρυγγας έχει ιδιαίτερη σημασία, καθώς αποτελεί το σημείο εισόδου του ιού.
Κατά συνέπεια, οι επιστήμονες θα πρέπει ίσως να επικεντρωθούν στην ανάπτυξη ενός ρινικού σπρέι το οποίο θα ενισχύει την ανοσιακή απόκριση σε αυτό το σημείο.
Πηγή: Αντώνιος Δημητρακόπουλος – Ερρίκος Ντυνάν Hospistal Center