Η απώλεια νευρικών ινών και η αύξηση των δενδριτικών κυττάρων στον κερατοειδή χιτώνα του οφθαλμού αποτελούν ενδεικτικά σημεία της long COVID, σύμφωνα με τα αποτελέσματα μίας νέας μελέτης που δημοσιεύτηκε στο British Journal of Ophthalmology.
Οι αλλαγές αυτές είναι ιδιαίτερα εμφανείς στους ασθενείς με νευρολογικά συμπτώματα που εμφανίστηκαν μετά την αποδρομή της COVID-19, όπως:
-η αγευσία και η ανοσμία,
-οι κεφαλαλγίες,
-ο ίλιγγος και,
-ο νευροπαθητικός πόνος, όπως παρατήρησε η μελέτη.
Η long COVID χαρακτηρίζεται από ένα μεγάλο εύρος εξουθενωτικών συμπτωμάτων τα οποία συνεχίζονται για περισσότερο από 4 εβδομάδες μετά την οξεία φάση της νόσου και δεν μπορούν να εξηγηθούν από κάποια άλλη διάγνωση.
Περισσότερο από το 10% των ασθενών που νοσούν από COVID-19 θα παρουσιάσει τελικά long COVID και αρκετοί επιστήμονες θεωρούν ότι οι βλάβες στις μικρές νευρικές ίνες ενοχοποιούνται για την εμφάνιση του τελευταίου.
Θέλοντας να εξετάσουν την ορθότητα της παραπάνω θεωρίας, οι επιστήμονες της παρούσας μελέτης έκαναν στους εθελοντές την εξέταση CCM (corneal confocal microscopy) με σκοπό να διαπιστώσουν τις νευρικές βλάβες στον κερατοειδή.
Ο κερατοειδής είναι το διαφανές κομμάτι του οφθαλμού που καλύπτει την κόρη, την ίριδα και το υγρό που βρίσκεται στο εσωτερικό.
Η κύρια λειτουργία του παραπάνω χιτώνα είναι να εστιάζει το φως που έρχεται στον οφθαλμό.
Η εξέταση CCM χρησιμοποιείται τυπικά για να διαπιστωθούν οι νευρικές ή φλεγμονώδεις βλάβες που έχουν προκληθεί από τη διαβητική νευροπάθεια, την πολλαπλή σκλήρυνση και την ινομυαλγία.
Στα πλαίσια της έρευνας, 42 ασθενείς που ανάρρωσαν από COVID-19 συμπλήρωσαν ερωτηματολόγια με σκοπό να διαπιστωθεί αν έπασχαν από long COVID.
Από τα αποτελέσματα των παραπάνω, διαπιστώθηκε ότι 4 εβδομάδες μετά την ανάρρωσή τους:
– 22 από τους 40 εθελοντές (55%) είχαν νευρολογικά συμπτώματα που αποδίδονται στη long COVID, ενώ,
-στις 12 εβδομάδες το αντίστοιχο ποσοστό ήταν 45% (13 στους 29 εθελοντές).
Ακολούθως οι επιστήμονες έκαναν την εξέταση CCM στους εθελοντές προκειμένου να διαπιστωθεί η παρουσία νευρικών βλαβών καθώς και η πυκνότητα των δενδριτικών κυττάρων.
Τα τελευταία κύτταρα παίζουν σημαντικό ρόλο στα αρχικά στάδια της ανοσιακής απόκρισης, καθώς απομονώνουν και παρουσιάζουν τα αντιγόνα των παθογόνων.
Στην έρευνα εξετάστηκε επίσης μία ομάδα ελέγχου με 30 υγιείς εθελοντές χωρίς ιστορικό COVID-19.
-22 από τους 40 ασθενείς με COVID-19 (55%) δεν είχαν παρουσιάσει πνευμονία,
-11 (28%) είχαν κλινικά σημεία πνευμονίας χωρίς ωστόσο να χρειαστούν εξωτερική χορήγηση οξυγόνου,
-4 (10%) νοσηλεύτηκαν και έλαβαν οξυγόνο, ενώ,
-3 (8%) εισήχθησαν στη ΜΕΘ.
Οι εξετάσεις του κερατοειδούς έδειξαν ότι οι ασθενείς που είχαν νευρολογικά συμπτώματα 4 εβδομάδες μετά την ανάρρωσή τους από την οξεία COVID-19 είχαν περισσότερες νευρικές βλάβες και υψηλότερα επίπεδα δενδριτικών κυττάρων συγκριτικά με αυτούς που δεν είχαν ιστορικό COVID-19.
Οι ασθενείς χωρίς νευρολογικά συμπτώματα είχαν συγκρίσιμα επίπεδα νευρικών ινών στον κερατοειδή με τους ασθενείς της ομάδας ελέγχου, αλλά μεγαλύτερο αριθμό δενδριτικών κυττάρων.
Οι απαντήσεις των εθελοντών στα ερωτηματολόγια που παρέπεμπαν σε διάγνωση long COVID συνδέθηκαν άμεσα με την έκταση της απώλειας νευρικών ινών από τον κερατοειδή.
Προφανώς, η παρούσα μελέτη δεν μπορεί να αποδείξει σχέση αιτίας-αποτελέσματος καθώς ήταν μία έρευνα παρατήρησης.
Οι επιστήμονες αναγνώρισαν επίσης ορισμένους περιορισμούς της μελέτης τους, όπως για παράδειγμα το γεγονός ότι δεν είχαν δεδομένα για την πορεία των εθελοντών μακροπρόθεσμα.
Επιπλέον, τα ερωτηματολόγια δεν αποτελούν ιδανικό μέσο για την εκτίμηση των συμπτωμάτων.
Αυτή ήταν η πρώτη μελέτη που εξέτασε τις νευρικές βλάβες και την αύξηση των δενδριτικών κυττάρων στον κερατοειδή ασθενών που ανάρρωσαν από COVID-19, όπως υποστήριξαν οι επιστήμονες.
Επιπλέον, κατάφερε να δείξει ότι υπάρχει σύνδεση ανάμεσα στις παραπάνω βλάβες και την εμφάνιση long COVID.
«Δείξαμε ότι οι ασθενείς με long COVID έχουν ενδείξεις βλαβών στις μικρές νευρικές ίνες οι οποίες συνδέονται με τη σοβαρότητα της long COVID, καθώς και με τα νευροπαθητικά και μυοσκελετικά συμπτώματα της νόσου», τόνισαν οι επιστήμονες.
«Η εξέταση CCM πιθανώς έχει κλινική χρησιμότητα για τη διάγνωση της long COVID», καταλήγουν στη μελέτη τους.
Πηγή: Αντώνιος Δημητρακόπουλος – Ερρίκος Ντυνάν Hospital Center