Ένα ερώτημα που είχε διατυπωθεί από αρκετούς στην αρχή της πανδημίας ήταν, η αλληλεπίδραση ανάμεσα στα φάρμακα για την καρδιαγγειακή νόσο και την COVID-19.
Σήμερα, μία ανάλυση που εξέτασε εκατοντάδες μελέτες πρακτικά επιβεβαίωσε ότι τα παραπάνω φάρμακα δεν επηρεάζουν τη σοβαρότητα της νόσησης από τον ιό.
Η έρευνα διεξήχθη από επιστήμονες στο Πανεπιστήμιο του Liverpool και δημοσιεύτηκε στο επιστημονικό περιοδικό British Journal of Clinical Pharmacology.
COVID-19 και καρδιαγγειακό σύστημα
Τα συχνότερα αίτια θανάτου σήμερα σχετίζονται με το καρδιαγγειακό σύστημα.
Στα αίτια αυτά περιλαμβάνονται μία σειρά παθήσεις που επηρεάζουν την καρδιά και τα αγγεία, όπως:
-η στηθάγχη,
-η στεφανιαία νόσος και,
-η καρδιακή ανεπάρκεια.
«Στην αρχή της πανδημίας, υπήρχαν αναφορές ότι οι ασθενείς με καρδιαγγειακή νόσο έχουν αυξημένο κίνδυνο να μολυνθούν με τον ιό SARS-CoV-2», υποστήριξε ο επικεφαλής της έρευνας Sir Munir Pirmohamed, καθηγητής φαρμακολογίας.
«Επιπλέον, οι ασθενείς με παθήσεις του καρδιαγγειακού παρουσίασαν σοβαρότερα συμπτώματα και είχαν αυξημένο κίνδυνο νοσηλείας και θανάτου από COVID-19 συγκριτικά με αυτούς που δεν είχαν καρδιαγγειακές νόσους», πρόσθεσε.
Γνωρίζουμε σήμερα ότι ο ιός προσδένεται σε μία πρωτεΐνη που βρίσκεται σε αρκετούς ιστούς που επικαλύπτουν τα αγγεία, επομένως μπορεί να επηρεάσει το σύστημα ρενίνης – αγγειοτενσίνης που ρυθμίζει την αρτηριακή πίεση.
Κατά συνέπεια, ο ιός ενδέχεται να προκαλεί επιδείνωση των καρδιαγγειακών παθήσεων και να οδηγεί σε σοβαρότερα συμπτώματα.
Επιπλέον, αρκετά φάρμακα που χορηγούνται για την αντιμετώπιση της υπέρτασης ή της καρδιακής ανεπάρκειας μπορεί να επηρεάσουν επίσης το σύστημα ρενίνης-αγγειοτενσίνης, επομένως δημιουργήθηκαν εύλογα ερωτήματα σχετικά με τις επιδράσεις των φαρμάκων στην ανοσιακή απόκριση για τον ιό.
Η ανάλυση θα συνεχιστεί
Θέλοντας να εξερευνήσουν τη σύνδεση ανάμεσα στα φάρμακα για το καρδιαγγειακό και την πρόγνωση της COVID-19 λοίμωξης, οι επιστήμονες εξέτασαν περισσότερες από 500 βάσεις δεδομένων.
Ωστόσο, καθώς έρχονται συνεχώς στο φως νέα δεδομένα, αυτά που γνωρίζουμε σήμερα ενδέχεται να ανατραπούν.
Οι επιστήμονες σκοπεύουν να συνεχίσουν τη μελέτη τους και να δίνουν νέα αποτελέσματα κάθε 2 χρόνια.
Αλληλεπιδράσεις με τα φάρμακα
Στην ανάλυσή τους, οι επιστήμονες ασχολήθηκαν περισσότερο με δύο κατηγορίες φαρμάκων:
-τους αναστολείς του μετατρεπτικού ενζύμου της αγγειοτενσίνης (ACE) και,
-τους αποκλειστές των υποδοχέων της αγγειοτενσίνης ΙΙ (ARBs).
Οι δύο παραπάνω κατηγορίες φαρμάκων χορηγούνται για την αντιμετώπιση της υπέρτασης και την πρόληψη των επιπλοκών όπως η καρδιαγγειακή νόσος και το εγκεφαλικό επεισόδιο.
Θέλοντας να διαπιστώσουν πως επηρεάζεται η σοβαρότητα της COVID-19 από τα παραπάνω φάρμακα, οι επιστήμονες εξέτασαν αρχικά μόνο ασθενείς με υπέρταση.
Από προηγούμενες μελέτες είχε διαπιστωθεί ότι η υπέρταση αποτελεί παράγοντα κινδύνου για την COVID-19, και συνδέεται με χειρότερη πρόγνωση.
Γνωρίζουμε επίσης ότι, αρκετοί ασθενείς με υπέρταση παίρνουν φάρμακα για το καρδιαγγειακό.
Μία από τις προκλήσεις της έρευνας ήταν να διαχωριστούν οι επιδράσεις της υπέρτασης στον πορεία της COVID-19 από τις επιδράσεις των φαρμάκων.
Όταν οι επιστήμονες έκαναν προσαρμογή των δεδομένων για την επίτευξη του παραπάνω στόχου, διαπίστωσαν ότι τα φάρμακα για το καρδιαγγειακό δεν συνδέονται με αυξημένο ή μειωμένο κίνδυνο μόλυνσης, νοσηλείας ή θανάτου από τον SARS-CoV-2.
Μάλιστα, στους ασθενείς με υπέρταση, η χρήση των παραπάνω φαρμάκων συνδέθηκε με μειωμένο κίνδυνο θανάτου από COVID-19.
Η έρευνα, πρακτικά επιβεβαιώνει τα αποτελέσματα προηγουμένων μελετών που είχαν δείξει ότι τα φάρμακα για το καρδιαγγειακό δεν αυξάνουν τον κίνδυνο COVID-19, όπως υποστήριξαν οι επιστήμονες της μελέτης.
Η χειρότερη πρόγνωση στους ασθενείς με διαβήτη ή υπέρταση, συνδέεται με τις ίδιες της νόσους και όχι με τα φάρμακα που χρησιμοποιούνται για την αντιμετώπισή τους.
“Καθώς αυτή τη στιγμή δεν υπάρχουν δεδομένα που να δείχνουν ότι τα φάρμακα αυτά μπορεί να αυξήσουν τον κίνδυνο COVID-19, οι ασθενείς θα πρέπει να συνεχίσουν τη λήψη τους κανονικά, εκτός αν λάβουν αντίθετη οδηγία από το γιατρό τους“, καταλήγει η μελέτη.
Πηγή: Αντώνιος Δημητρακόπουλος – Ερρίκος Ντυνάν Hospital Center