Γνωρίζουμε σήμερα ότι ο ιός SARS-CoV-2 που ευθύνεται για την COVID-19 μπορεί να προκαλέσει διαταραχές της όσφρησης στο 60% περίπου των ασθενών.
Η ανοσμία αποτελεί ένα από τα συχνότερα συμπτώματα της COVID-19 μαζί με τον πυρετό, το βήχα και τη δύσπνοια.
Οι περισσότερες έρευνες που εξέτασαν τις μακροπρόθεσμες επιπλοκές της COVID-19 στην όσφρηση δεν είχαν καταλήξει σε σαφή αποτελέσματα εξ’ αιτίας:
-του περιορισμένου αριθμού εθελοντών,
-των λανθασμένων πρακτικών κατά τη διάγνωση της νόσου, καθώς και,
– της απουσίας διαχωρισμού ανάμεσα σε ολική ανοσμία και μερική απώλεια της όσφρησης.
Ως αποτέλεσμα οι επιδράσεις της λοίμωξης στην όσφρηση δεν ήταν δυνατό να αποσαφηνιστούν πλήρως.
Θέλοντας να δώσουν απαντήσεις στα παραπάνω ερωτήματα, μία ομάδα επιστημόνων από τον Καναδά έκανε μία μελέτη στην οποία εξέτασε τις μακροπρόθεσμες επιδράσεις του ιού στην παραπάνω αίσθηση.
Εκτός από την όσφρηση, στην έρευνα εξετάστηκαν και οι επιδράσεις του ιού στη γεύση και την αισθητικότητα του προσώπου.
Τα αποτελέσματα της έρευνας έχουν αναρτηθεί ως προδημοσίευση στο επιστημονικό περιοδικό medRxiv.
Η έρευνα
Οι επιστήμονες της μελέτης χρησιμοποίησαν ερωτηματολόγια από 704 επαγγελματίες υγείας με επιβεβαιωμένη COVID-19 στο 1ο κύμα της πανδημίας, δηλαδή από το Φεβρουάριο μέχρι τον Ιούνιο του 2020.
Οι εθελοντές είχαν κάνει επίσης την εξέταση CPT (Chemosensory Perception Test) προκειμένου να εκτιμηθεί η κατάσταση της όσφρησης.
Η κατάσταση της όσφρησης, της γεύσης, καθώς και η ευαισθησία του τριδύμου βαθμολογήθηκαν σε μία κλίμακα από το 1 μέχρι το 10.
Οι εθελοντές είχαν συμπληρώσει ερωτηματολόγια πριν τη μόλυνσή τους με τον ιό, ενώ συμπλήρωσαν νέα ερωτηματολόγια κατά τη διάρκεια της λοίμωξης, αλλά και μετά την αποδρομή της τελευταίας.
Τα αποτελέσματα
Πάνω από το 50% των εθελοντών που ανάρρωσαν από την οξεία φάση της COVID-19 ανέφεραν διαταραχές της όσφρησης για τουλάχιστον 3-7 μήνες.
Η παρατήρηση αυτή πρακτικά επιβεβαιώνει ότι το σύμπτωμα μπορεί να παραμείνει και μετά την αποδρομή της λοίμωξης για παρατεταμένη διάρκεια.
Περίπου το 40% των ασθενών ανέφερε και διαταραχές της γεύσης που παρέμειναν για 4.8 μήνες κατά μέσο όρο.
Μία ενδιαφέρουσα παρατήρηση της μελέτης ήταν ότι οι παραπάνω διαταραχές παρατηρήθηκαν σε σημαντικά αυξημένη συχνότητα στις γυναίκες.
Διαταραχές της όσφρησης και της γεύσης
Σύμφωνα με τους επιστήμονες, οι παρατηρήσεις της έρευνας ενδεχομένως σχετίζονται με την αδυναμία μετανάστευσης των σωματιδίων της όσφρησης από τη στοματική κοιλότητα στη ρίνα.
Οι διαφορές στις διαταραχές της όσφρησης ανάμεσα στα δύο φύλα αποδίδονται πιθανώς σε ενδοκρινικούς και περιβαλλοντικούς παράγοντες.
Οι χρόνιες επιδράσεις της ανοσμίας
Οι μακροπρόθεσμες διαταραχές της όσφρησης που προκαλεί η COVID-19 μπορεί να επηρεάσουν σημαντικά την ποιότητα ζωής των ασθενών.
Αν και οι παθολογικοί μηχανισμοί που ευθύνονται για την εμφάνιση του παραπάνω συμπτώματος δεν έχουν ακόμα αποσαφηνιστεί, φαίνεται ότι σχετίζονται με τα περιφερικά και κεντρικά σήμερα των ερεθισμάτων της όσφρησης.
Κατά συνέπεια, ορισμένοι ασθενείς δεν μπορούν να αντιληφθούν τη γεύση ορισμένων τροφίμων, γεγονός που αποτελεί πηγή έντονου στρες.
Προηγούμενες έρευνες, μάλιστα, έχουν συνδέσει την ανοσμία με υψηλότερα ποσοστά άγχους και κατάθλιψης.
Τέλος, η ανοσμία μπορεί να επηρεάσει έμμεσα την υγεία των ασθενών, καθώς δεν τους επιτρέπει να αντιληφθούν την παρουσία επικίνδυνων αερίων.
Επίλογος
Καταλήγοντας, οι επιστήμονες υποστήριξαν ότι κατά πάσα πιθανότητα, η όσφρηση θα επανέλθει πλήρως στους ασθενείς με COVID-19, καθώς τα επιθηλιακά κύτταρα της ρινός μπορούν να αναγεννηθούν άμεσα.
Κάτι αντίστοιχο παρατηρήθηκε και στην παρούσα μελέτη, όπου στο 75-85% των ασθενών η όσφρηση επανήλθε πλήρως εντός 60 ημερών.
Ωστόσο, στους ασθενείς που το σύμπτωμα αυτό παρέμεινε, ενδεχομένως αποδίδεται σε βλάβες του κεντρικού νευρικού συστήματος.
Πηγή: Αντώνιος Δημητρακόπουλος – Ερρίκος Ντυνάν Hospital Center.