Η παγκόσμια προσπάθεια για τον εμβολιασμό του πληθυσμού συνεχίζεται με γοργό ρυθμό και ήδη ένα μεγάλο ποσοστό του πληθυσμού έχει εμβολιαστεί, ιδιαίτερα στις χώρες του Δυτικού κόσμου.
Αν και είναι σαφές ότι ο εμβολιασμός για την COVID-19 μπορεί να μας προστατεύσει για κάποιο διάστημα, αυτή τη στιγμή δεν γνωρίζουμε ακόμα ποια είναι η διάρκεια της προστασίας που προσφέρουν τα εμβόλια, επομένως η επιστημονική κοινότητα ήδη εξετάζει αν και πότε θα πρέπει να χορηγηθούν ενισχυτικές δόσεις.
Προς το παρόν, αρκετές μελέτες που προσπάθησαν να δώσουν απαντήσεις στα παραπάνω ερωτήματα έχουν καταλήξει σε αντικρουόμενα συμπεράσματα.
Συγκεκριμένα, ακόμα δεν είναι σαφές πότε πρέπει να χορηγηθούν ενισχυτικές δόσεις, σε ποιους, καθώς και τι θα περιέχουν οι δόσεις αυτές.
“Προφανώς, η επιθυμία όλων είναι να σταματήσουν τα lockdown και τα μέτρα πρόληψης οριστικά έτσι ώστε να επανέλθουμε στην κανονικότητα.
Αυτός είναι και ο λόγος που εξετάζεται σήμερα η χορήγηση μίας τρίτης δόσης των εμβολίων.
Προφανώς, προκειμένου να αποφύγουμε ένα νέο κύμα κρουσμάτων, θα πρέπει, πρώτον να διασφαλίσουμε ότι έχει εμβολιαστεί ένα ικανοποιητικό κομμάτι του πληθυσμού και δεύτερον να γνωρίζουμε ότι τα εμβόλια είναι αποτελεσματικά για τα στελέχη που κυκλοφορούν αυτή τη στιγμή”, αναφέρει ο κ. Αντώνιος Δημητρακόπουλος, Διευθυντής Γ’ Παθολογικής Κλινικής Ερρίκος Ντυνάν Hospital, προσθέτοντας:
“Ο δεύτερος στόχος είναι αυτός που θα επιτευχθεί από τη χορήγηση των ενισχυτικών δόσεων”.
Ποιοι θα χρειαστούν τρίτη δόση;
Προτεραιότητα στη χορήγηση ενισχυτικής δόσης των εμβολίων θα έχουν αυτοί που εμβολιάστηκαν στην αρχή του προγράμματος εμβολιασμού.
Τα άτομα αυτά θα έχουν πιθανώς τα χαμηλότερα επίπεδα ανοσίας, επομένως θα έχουν τα περισσότερα οφέλη από μία τρίτη δόση.
“Τουλάχιστον 6 μήνες η ανοσία των εμβολίων”
“Αυτή τη στιγμή δεν γνωρίζουμε ακόμα ποια είναι η διάρκεια της ανοσίας από τα εμβόλια της COVID-19, αν και ορισμένες μελέτες έχουν δείξει ότι είναι τουλάχιστον 6 μήνες.
Ωστόσο, η ανοσία από τα εμβόλια δεν είναι εξίσου ισχυρή σε κάθε άτομο και φθίνει σταδιακά.
Σε ορισμένα άτομα, η ανοσία φθίνει ταχύτερα, όπως για παράδειγμα στους ηλικιωμένους, στους ασθενείς με χρόνια νοσήματα και στους ασθενείς που παίρνουν ανοσοκατασταλτικά φάρμακα”, εξηγεί ο κ. Δημητρακόπουλος.
Κατά συνέπεια, οι παραπάνω ασθενείς ενδεχομένως θα χρειαστούν μία ενισχυτική δόση σχετικά σύντομα, προκειμένου να διασφαλιστεί ότι έχουν επαρκή ανοσία.
Αυτή τη στιγμή, ορισμένες χώρες έχουν ήδη δηλώσει ότι η χορήγηση των ενισχυτικών δόσεων θα γίνει με βάση κλινικά κριτήρια.
Πότε θα αρχίσουν να χορηγούνται ενισχυτικές δόσεις;
Οι ενισχυτικές δόσεις θα πρέπει σίγουρα να χορηγηθούν πριν εμφανιστούν νέα κύματα κρουσμάτων.
Οι επιδημίες των κορονοϊών στον άνθρωπο είναι συνήθως εποχικές και εμφανίζονται συνήθως τους χειμερινούς μήνες.
“Κατά συνέπεια, η χορήγηση των ενισχυτικών δόσεων θα πρέπει ιδανικά να γίνει το φθινόπωρο έτσι ώστε να διασφαλιστεί ότι οι ευπαθείς ομάδες θα είναι προστατευμένες σε περίπτωση που εμφανιστούν μικρές επιδημίες το χειμώνα“, λέει ο κ. Δημητρακόπουλος, ενώ προσθέτει:
“Σήμερα, ο στόχος είναι να εμβολιαστεί το σύνολο του ενηλίκου πληθυσμού με 2 δόσεις μέχρι το φθινόπωρο του 2021.
Οποιοδήποτε πρόγραμμα ενισχυτικών δόσεων θα πρέπει να ξεκινήσει μετά την ολοκλήρωση του αρχικού προγράμματος, επομένως κατά πάσα πιθανότητα οι ενισχυτικές δόσεις θα αρχίσουν να χορηγούνται στις αρχές του 2022“.
Οι ενισχυτικές δόσεις θα διαφέρουν από τις αρχικές;
Προς το παρόν, τα εμβόλια έχουν αποδειχθεί ιδιαίτερα αποτελεσματικά ενάντια στα στελέχη που κυκλοφορούν αυτή τη στιγμή.
Επομένως, οι ενισχυτικές δόσεις που θα χορηγηθούν αρχικά πιθανώς δεν θα διαφέρουν από αυτές που λάβαμε στην 1η και τη 2η δόση.
Ωστόσο, αυτό ενδεχομένως θα αλλάξει αν διαπιστωθεί ότι ένα νέο στέλεχος του ιού μπορεί να αποφύγει την εξουδετέρωση από τα εμβόλια.
Αν εμφανιστεί ένα τέτοιο στέλεχος τότε πιθανώς η 3η δόση θα γίνει με ένα από τα εμβόλια που έχουν υψηλή αποτελεσματικότητα ενάντια σε αυτό.
Για παράδειγμα το στέλεχος Β1351 (Νότιας Αφρικής) φαίνεται ότι είναι ανθεκτικό στο εμβόλιο της AstraZeneca.
Ωστόσο, δεδομένα έχουν δείξει ότι το εμβόλιο της Pfizer/BioNTech μπορεί να εξουδετερώσει αποτελεσματικά το στέλεχος αυτό.
Παρακολούθηση των νέων στελεχών για την ανάπτυξη νέων εμβολίων
“Αν κανένα από τα εμβόλια που κυκλοφορούν σήμερα δεν μπορεί να αντιμετωπίσει επαρκώς ένα νεότερο στέλεχος, τότε προφανώς τα εμβόλια θα πρέπει να ενημερωθούν κατάλληλα.
Ωστόσο, το γεγονός αυτό θα χρειαστεί κάποιο χρόνο.
Κατά συνέπεια, θα πρέπει να παρακολουθούμε προσεκτικά την εμφάνιση νέων στελεχών, έτσι ώστε να μπορούμε να αναπτύξουμε άμεσα νέα εμβόλια“, σημειώνει ο κ. Δημητρακόπουλος.
Υπάρχει πιθανότητα να κάνω ενισχυτική δόση από άλλη εταιρία;
“Ναι.
Ο Συνδυασμός εμβολίων για την COVID-19 που δημιουργούν ανοσία με διαφορετικό μηχανισμό (όπως για παράδειγμα αυτά της Pfizer και της AstraZeneca) μπορεί να οδηγήσει σε ισχυρότερη και μεγαλύτερης διάρκειας ανοσία.
Το γεγονός αυτό προσφέρει επίσης μεγαλύτερη ευελιξία στη χορήγηση της τρίτης δόσης, κάτι που επιταχύνει σημαντικά τη διαδικασία του εμβολιασμού“, εξηγεί ο κ. Δημητρακόπουλος.
Αν και αυτή τη στιγμή θεωρητικά, η χορήγηση δόσεων από διαφορετικά εμβόλια φαίνεται ότι προσφέρει ισχυρότερη ανοσία, αυτό ακόμα δεν έχει επιβεβαιωθεί από κλινικές μελέτες.
Αυτή τη στιγμή μία μεγάλη μελέτη στη Μεγάλη Βρετανία εξετάζει τη χορήγηση μίας δόσης του εμβολίου της AstraZeneca και μίας δόσης του εμβολίου της Pfizer σε ασθενείς, θέλοντας να δώσει απάντηση στο παραπάνω ερώτημα.
Όπως έχει παρατηρήσει μέχρι σήμερα, το σχήμα χορήγησης αυτό προκαλεί συνήθως ισχυρότερες ανεπιθύμητες ενέργειες σε σχέση με τη χορήγηση 2 δόσεων από το ίδιο εμβόλιο.
Κατά συνέπεια, αν και όταν αρχίσουν να χορηγούνται ενισχυτικές δόσεις, κατά προτίμηση θα πρέπει να χορηγηθούν δόσεις από το ίδιο εμβόλιο.
Θα χρειαστεί να κάνω ενισχυτική δόση;
Αν και ακόμα δεν μπορούμε να απαντήσουμε με βεβαιότητα στο παραπάνω ερώτημα, κατά πάσα πιθανότητα η απάντηση είναι ναι.
Η πανδημία βρίσκεται ακόμα στην αρχή της, επομένως δεν έχουμε ακόμα δεδομένα σχετικά με τη διάρκεια της ανοσίας για την COVID-19.
“Με βάση αυτά που γνωρίζουμε από τον ιό SARS-CoV-1, η ανοσία μπορεί να παραμείνει για αρκετά χρόνια.
Ωστόσο, προς το παρόν δεν είναι σαφές αν η ανοσία αυτή είναι επαρκής για να μας προστατεύσει από τη σοβαρή νόσηση ή το θάνατο“, εξηγεί ο κ. Δημητρακόπουλος.
Ενδεχομένως να χρειαζόμαστε ενισχυτικές δόσεις ετησίως
Σήμερα, αρκετοί επιστήμονες πιστεύουν ότι ο SARS-CoV-2 θα εξελιχθεί σε ενδημικό ιό, επομένως ενδέχεται να χρειαζόμαστε ενισχυτικές δόσεις ετησίως, προκειμένου να διασφαλίσουμε επαρκή ανοσία.
Αν εμφανίζονται νέα στελέχη
Ιδιαίτερα αν συνεχίσουν να εμφανίζονται νέα στελέχη, τότε κατά πάσα πιθανότητα θα πρέπει να κάνουμε κάθε χρόνο το εμβόλιο, όπως συμβαίνει με τη γρίπη.
“Αυτή τη στιγμή δεδομένα έχουν δείξει ότι τα εμβόλια της COVID-19 δεν προστατεύουν μόνο από τη νόσηση, αλλά μπορούν να περιορίσουν και την πιθανότητα μετάδοσης του ιού, μειώνοντας το ιικό φορτίο.
Κατά συνέπεια, ο εμβολιασμός μπορεί να χρησιμοποιηθεί και ως μέσο για τον περιορισμό εξάπλωσης του ιού προκειμένου να αποφευχθούν νέα κύματα κρουσμάτων.
Σε κάθε περίπτωση, οι αποφάσεις για τη χορήγηση ενισχυτικών δόσεων θα εξαρτηθούν από την εξέλιξη της πανδημίας“, καταλήγει ο κ. Δημητρακόπουλος.