Το εμβόλιο της Pfizer/BioNTech για την COVID-19 έχει μειωμένη αποτελεσματικότητα ενάντια στο στέλεχος Delta ή Β.1.617.2 του SARS-CoV-2, το οποίο ανιχνεύθηκε για πρώτη φορά στην Ινδία, σύμφωνα με τα αποτελέσματα μίας νέας μελέτης που δημοσιεύτηκε την προηγούμενη εβδομάδα στο επιστημονικό περιοδικό The Lancet.
Όπως αναφέρει η ίδια μελέτη, τα επίπεδα των αντισωμάτων από το εμβόλιο φαίνεται ότι είναι μειωμένα και φθίνουν ταχύτερα στους ηλικιωμένους, γεγονός που δείχνει ότι ορισμένοι ασθενείς ενδέχεται να χρειαστούν ενισχυτικές δόσεις το φθινόπωρο.
«Ο ιός SARS-CoV-2 θα συνεχίσει να κυκλοφορεί για αρκετό καιρό ακόμα, επομένως είναι σημαντικό να παραμείνουμε σε επαγρύπνηση», τόνισε η επικεφαλής της μελέτης Emma Wall, PhD, από το Francis Crick Institute του Λονδίνου.
Σύμφωνα με την ίδια, “ο σημαντικότερος στόχος είναι να διατηρήσουμε σε υψηλά επίπεδα τα ποσοστά εμβολιασμών έτσι ώστε να αποτρέψουμε όσο το δυνατόν περισσότερες νοσηλείες“.
Όπως έδειξαν τα αποτελέσματα της μελέτης, ο καλύτερος τρόπος για την επίτευξη του παραπάνω στόχου είναι ο εμβολιασμός του πληθυσμού με τις 2 δόσεις των τυπικών εμβολίων και ακολούθως η χορήγηση ενισχυτικών δόσεων σε αυτούς που έχουν χαμηλά επίπεδα ανοσίας για τα νεότερα στελέχη.
Η επιστημονική ομάδα της παρούσας μελέτης εξέτασε τα αντισώματα στο αίμα 250 υγιών εθελοντών ηλικίας 33-52 ετών στο διάστημα των 3 μηνών μετά τη χορήγηση της 1ης δόσης του εμβολίου της Pfizer/BioNTech.
Οι επιστήμονες επικεντρώθηκαν περισσότερο στα εξουδετερωτικά αντισώματα, αυτά δηλαδή που έχουν την ικανότητα να αποτρέπουν την είσοδο του ιού στα κύτταρα του ανθρώπου.
Ακολούθως, συνέκριναν τις συγκεντρώσεις των εξουδετερωτικών αντισωμάτων για το κάθε στέλεχος.
Όπως διαπίστωσαν:
– Οι εθελοντές που είχαν κάνει και τις 2 δόσεις του εμβολίου της Pfizer είχαν 6 φορές χαμηλότερα επίπεδα εξουδετερωτικών αντισωμάτων για το στέλεχος Β.1.617.2 (Ινδίας),
–5 φορές χαμηλότερα για το στέλεχος Β.1.351 (Νότιας Αφρικής), και,
–2.6 φορές χαμηλότερα για το στέλεχος Β.1.1.7 (Μεγάλης Βρετανίας) συγκριτικά με το αρχικό στέλεχος του ιού.
Η απόκριση αντισωμάτων ήταν μάλιστα ακόμη πιο χαμηλή για αυτούς που είχαν κάνει μόνο μία δόση.
Συγκεκριμένα, σε αυτή την ομάδα εθελοντών:
-μόλις το 79% είχε εξουδετερωτικά αντισώματα για το αρχικό στέλεχος του SARS-CoV-2, με το ποσοστό αυτό να περιορίζεται στο
-50% για το στέλεχος Β.1.1.7 (Μεγάλης Βρετανίας),
-στο 32% για το Β.1.617.2 (Ινδίας), και,
-στο 25% για το Β.1.351 (Νότιας Αφρικής).
“Η επιστημονική ομάδα σκοπεύει να επαναλάβει την ίδια μελέτη για να εξετάσει τα επίπεδα των εξουδετερωτικών αντισωμάτων που δημιουργούνται από άλλα εμβόλια, όπως για παράδειγμα αυτό της AstraZeneca“,αναφέρει ο κ. Αντώνιος Δημητρακόπουλος, Διευθυντής Γ΄ Παθολογικής Κλινικής Ερρίκος Ντυνάν Hospital, προσθέτοντας:
“Όπως υποστήριξαν στην έρευνά τους οι επιστήμονες, σήμερα γνωρίζουμε ότι ο ιός μεταλλάσσεται, επομένως είναι αναμενόμενο να εμφανίζονται συνεχώς νέα στελέχη. Ωστόσο, έχουμε πλέον τη δυνατότητα να προσαρμοζόμαστε άμεσα στα στελέχη αυτά, παράγοντας νέες ενισχυτικές δόσεις των εμβολίων“.
Καταλήγοντας, οι επιστήμονες υποστήριξαν ότι είναι σημαντικό να παρακολουθούμε προσεκτικά τα στελέχη από τα οποία έχουν μολυνθεί τα νεότερα περιστατικά COVID-19, καθώς έτσι θα μπορούμε να τροποποιήσουμε κατάλληλα τις ενισχυτικές δόσεις των εμβολίων.