Μια μελέτη που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Nature, έδειξε ότι η λοίμωξη με τον ιό SARS-CoV-2 οδήγησε στην ανάπτυξη ειδικών κυττάρων μνήμης, και πιο συγκεκριμένα πλασματοκυττάρων (είναι τα κύτταρα που παράγουν αντισώματα) μακράς επιβίωσης, στον μυελό των οστών ασθενών που ανέρρωσαν, αν και οι περισσότεροι είχαν εμφανίσει ήπια νόσο.
Τα πλασματοκύτταρα αυτά ήταν ειδικά για αντιγόνα του ιού. Τα πλασματοκύτταρα μακράς επιβίωσης του μυελού των οστών είναι μια βασική και διαρκής πηγή παραγωγής προστατευτικών αντισωμάτων. Έχει αναφερθεί ότι τα αντισώματα κατά του SARS-CoV-2 εμφανίζουν ταχεία πτώση των επιπέδων τους, τους πρώτους μήνες μετά τη μόλυνση, γεννώντας ανησυχίες ότι ενδέχεται να μην αναπτύσσονται στο μυελό πλασματοκύτταρα μακράς επιβίωσης και ότι η χυμική ανοσία έναντι του ιού μπορεί να είναι βραχύβια. Έτσι , οι ερευνητές από την Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου της Ουάσιγκτον, στο St. Louis, Missouri επιδίωξαν να προσδιορίσουν αν τα κύτταρα αυτά θα ήταν ανιχνεύσιμα σε ασθενείς που ανέρρωσαν μετά από λοίμωξη με COVID, περίπου 7 μήνες μετά την αρχική μόλυνση.
Για τη μελέτη αυτή, οι ερευνητές συνέλεξαν δείγματα αίματος από 77 ασθενείς που ανέρρωσαν μετά από λοίμωξη με τον SARS-CoV-2 περίπου 1 μήνα μετά την έναρξη των συμπτωμάτων, με την πλειονότητα (92,2%) τους να είχαν εμφανίσει ήπια νόσο. Κατόπιν, για την παρακολούθηση, συνέλλεξαν δείγματα αίματος τρεις φορές σε διαστήματα περίπου 3 μηνών.
Η ανάλυση των επιπέδων των κυκλοφορούντων αντισωμάτων έναντι του SARS-CoV-2 στον ορό του αίματος έδειξε ότι οι συνολικοί τίτλοι αντισωμάτων τύπου IgG έναντι της ακίδας του ιού των αναρρωσάντων ασθενών μειώθηκαν ταχέως μεταξύ του 1ου και 4ου μήνα μετά την έναρξη των συμπτωμάτων, με τον μέσο τίτλο να μειώνεται από 6.3 σε 5.7 (μέση διαφορά 0,59 ± 0,06, P <0,001). Ωστόσο, στο διάστημα μεταξύ 4 και 11 μηνών μετά την έναρξη των συμπτωμάτων, ο ρυθμός ελάττωσης επιβραδύνθηκε, οπότε οι μέσοι τίτλοι μειώθηκαν από 5.7 σε 5.3 (μέση διαφορά 0,44 ± 0,10, Ρ <0,001).
Κατόπιν, οι ερευνητές εξέτασαν υλικό μυελού των οστών που λήφθηκε από 18 από τα 77 άτομα, περίπου 7 έως 8 μήνες μετά την αρχική λοίμωξη και από 11 υγιείς εθελοντές χωρίς ιστορικό λοίμωξης ή εμβολιασμού για SARS-CoV-2. Επιπλέον, εξέτασαν διαδοχικά και υλικό μυελού των οστών που συλλέχθηκε από 5 από τα 18 άτομα και 1 επιπλέον δείγμα από αναρρώσαντα δότη περίπου 11 μήνες μετά την αρχική μόλυνση.
Διαπίστωσαν την παρουσία στον μυελό ειδικών πλασματοκυττάρων μακράς επιβίωσης έναντι του αντιγόνου της ακίδας του ιού, 15 IgG και 9 IgA αντίστοιχα, στους 19 ασθενείς που ανάρρωσαν, αλλά σε κανέναν από τους 11 υγιείς μάρτυρες.
Η μελέτη αυτή παρέχει τις πρώτες άμεσες ενδείξεις για την παραγωγή ειδικών πλασματοκυττάρων στον μυελό των οστών έναντι ενός αντιγόνου μετά από μια ιογενή λοίμωξη στον άνθρωπο. Συνολικά, τα δεδομένα αυτά παρέχουν ισχυρές ενδείξεις ότι η λοίμωξη με τον SARS-CoV-2 στους ανθρώπους ενεργοποιεί τους δύο βραχίονες της χυμικής ανοσολογική μνήμης: τα μακράς επιβίωσης πλασματοκύτταρα στον μυελό των οστών και τα κυκλοφορούντα Β-κύτταρα μνήμης. Αυτά τα ευρήματα παρέχουν ένα σημείο αναφοράς για την ανοσογονικότητα των εμβολίων έναντι του SARS-CoV-2 και ένα θεμέλιο για την αξιολόγηση της διάρκειας των πρωτογενών χυμικών ανοσολογικών αποκρίσεων που προκαλούνται μετά από ιογενείς λοιμώξεις σε ανθρώπους.
Πιο συγκεκριμένα οι ασθενείς που είχαν αναρρώσει έδειξαν παρατεταμένη πολυλειτουργική μνήμη έναντι αντιγόνων του SARS-CoV-2 η οποία σε περίπτωση επαναλοίμωξης θα μπορούσε να οδηγήσει σε ταχεία ανάκληση της ανοσολογικής απόκρισης. Οι ερευνητές είχαν επίσης παρατηρήσει ότι οι ασθενείς που ανέρρωσαν είχαν παρατεταμένες ανοσολογικές αλλαγές στου σχετικούς αριθμούς των T-κυττάρων (CD4, CD8), την έκφραση δεικτών ενεργοποίησης/εξουθένωσης, και στην κυτταρική διαίρεση.
Η αλληλεπίδραση της κυτταρικής με τη χυμική ανοσία καθώς,και η προστασία που προσφέρει ο συνδυασμός σε πιθανότητα επαναλοίμωξης από τον ιό SARS-CoV-2 δεν είναι πλήρως κατανοητά. Σε κάθε περίπτωση η διαλεύκανση του μηχανισμού της μακράς ανοσίας θα βοηθήσει να σχεδιάσουμε χρονικά καλύτερα τον εμβολιαστικό προγραμματισμό.
Τα κύρια ευρήματα αυτής της μελέτης συνοψίζουν οι Καθηγητές της Ιατρικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, Ευστάθιος Καστρίτης, Γκίκας Μαγιορκίνης , Ευάγγελος Τέρπος και Θάνος Δημόπουλος (Πρύτανης ΕΚΠΑ).