Καμία από τις περιοχές που στοχεύουν τα Τ λεμφοκύτταρα στη φυσική λοίμωξη από COVID-19 δεν επηρεάζεται από τις μεταλλάξεις που φέρουν τα νέα στελέχη του SARS-CoV-2, σύμφωνα με τις παρατηρήσεις μίας νέας έρευνας από το Πανεπιστήμιο Επιστημών και Τεχνολογίας του Χονγκ Κονγκ (HKUST).
Στη μετα-ανάλυσή τους, οι επιστήμονες εξέτασαν δεδομένα από 18 μελέτες σχετικά με την απόκριση των Τ λεμφοκυττάρων σε 850 ασθενείς που ανάρρωσαν από COVID-19.
Οι ασθενείς αυτοί προέρχονται από 4 ηπείρους και χωρίστηκαν σε ομάδες ανάλογα με την ηλικία, το φύλο και τη σοβαρότητα των συμπτωμάτων.
Όπως διαπιστώθηκε, τα Τ λεμφοκύτταρα σε αυτούς τους ασθενείς στόχευαν τμήματα του ιού (επιτόπους) σε όλες σχεδόν τις πρωτεΐνες του τελευταίου, μεταξύ των οποίων και η πρωτεΐνη ακίδα (ο στόχος των εμβολίων που κυκλοφορούν σήμερα).
Αναλύοντας περισσότερες από 850.000 γενετικές αλληλουχίες του SARS-CoV-2 από όλο τον κόσμο, οι επιστήμονες παρατήρησαν ότι η συντριπτική πλειοψηφία των παραπάνω επιτόπων δεν είχε επηρεαστεί από τις μεταλλάξεις στα νεότερα στελέχη.
Όπως υποστήριξαν, στη μελέτη τους επικεντρώθηκαν ειδικά σε ασθενείς που είχαν αναρρώσει, καθώς σε αυτούς γνωρίζουμε ότι η ανοσιακή απόκριση στην COVID-19 ολοκληρώθηκε με επιτυχία.
Οι παρατηρήσεις της παρούσας μελέτης είναι ενθαρρυντικές, ιδιαίτερα για τα εμβόλια της COVID-19.
Η ανταπόκριση των Τ Λεμφοκυττάρων παραμένει ισχυρή
Αντίθετα με την απόκριση αντισωμάτων, η οποία γνωρίζουμε σήμερα ότι έχει μειωμένη αποτελεσματικότητα ενάντια στα νεότερα στελέχη, η απόκριση των Τ λεμφοκυττάρων παραμένει ισχυρή.
Αν και η ανάλυση ανακάλυψε περισσότερους από 700 επιτόπους που στοχεύονται από τα Τ λεμφοκύτταρα, οι επιστήμονες επικεντρώθηκαν περισσότερο σε 20 από αυτούς.
Οι τελευταίοι εμφανίστηκαν ως στόχοι των Τ λεμφοκυττάρων σε αρκετούς ανεξάρτητους πληθυσμούς ασθενών.
Ιδιαίτερα 5 από τους παραπάνω 20 είχαν αναδειχθεί από 4 ακόμα μελέτες ως στόχος των Τ λεμφοκυττάρων και συνδέθηκαν με υψηλά επίπεδα των παραπάνω κυττάρων.
Καταλήγοντας, οι επιστήμονες υποστήριξαν ότι μελλοντικές προσεγγίσεις στην αντιμετώπιση του ιού θα πρέπει να επικεντρωθούν στους παραπάνω επιτόπους, καθώς όπως δείχνει η μελέτη τους, οι ασθενείς με τα υψηλότερα επίπεδα για τους τελευταίους είχαν τελικά την καλύτερη πρόγνωση.
Η έρευνα δημοσιεύτηκε στο επιστημονικό περιοδικό Cell Reports Medicine.
Πηγή: Αντώνιος Δημητρακόπουλος – Ερρίκος Ντυνάν Hospital.