Η μελέτη (REACT-1) διεξάγεται από το 2020 στην Αγγλία βασιζόμενη σε αυτοδιαγνωστικούς ελέγχους, με σκοπό την εκτίμηση της διασποράς του SARS-CoV-2 στην κοινότητα.
Η μελέτη χρησιμοποιεί δύο μεθόδους για τον προσδιορισμό του επιπολασμού COVID-19 (του ποσοστού των ατόμων που έχουν μολυνθεί με τον ιό) στην κοινότητα.
Η πρώτη μέθοδος αφορά τις αυτοδιαγνωστικές δοκιμασίες αντιγόνου (self-test), και η δεύτερη αφορά τον έλεγχο αντισωμάτων έναντι του SARS-CoV-2 κατόπιν λήψης αίματος.
Τα αποτελέσματα της μελέτης REACT-1 που διεξάγεται στην Αγγλία ανασκοπούνται από τους Καθηγητές της Ιατρικής του ΕΚΠΑ Δημήτριο Παρασκευή (Αναπληρωτής Καθηγητής Επιδημιολογίας και Προληπτικής Ιατρικής) και Θάνο Δημόπουλο (Πρύτανης ΕΚΠΑ).
Η μελέτη REACT-1 αποτελεί ένα πρόγραμμα επιτήρησης που μπορεί να εκτιμήσει πιο αξιόπιστα τους δείκτες της επιδημίας σε σχέση με ένα αντίστοιχο πρόγραμμα που βασίζεται αποκλειστικά σε διαγνωστικούς ελέγχους ρουτίνας, ή στους αριθμούς νοσηλειών, ή θανάτων.
Τα πιο πρόσφατα αποτελέσματα των αυτοδιαγνωστικών ελέγχων αφορούν τη χρονική περίοδο από τα μέσα Απριλίου 2021 έως τις αρχές Μαΐου 2021.
Μια επιπλέον εκτίμηση της μελέτης REACT-1 περιελάμβανε τη γονιδιωματική επιτήρηση με σκοπό τη διερεύνηση των πιο συχνών τύπων του ιού που κυκλοφορούν στην κοινότητα.
Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι σε τυχαίο δείγμα 127.408 ατόμων βρέθηκαν 115 θετικοί, εκτιμώντας το σταθμισμένο επιπολασμό σε 0,10% (95%ΔΕ: 0,08 – 0,13%).
Ως μέτρο σύγκρισης, τα πρώτα αποτελέσματα της μελέτης REACT-1 αφορούσαν δείγματα που ελήφθησαν μεταξύ Μαΐου και Ιουνίου 2020 σε 120.620 άτομα.
Ο αριθμός των θετικών αποτελεσμάτων ήταν 159 με σταθμισμένο σταθμισμένο επιπολασμό 0,16%.
Σε σχέση με την αμέσως προηγούμενη περίοδο (Μάρτιος – 30 Απριλίου 2021) που ο σταθμισμένος επιπολασμός ήταν 0,20%, παρατηρήθηκε μείωση κατά 50%.
Μεγάλη μείωση παρατηρήθηκε σε άτομα ηλικίας 55 έως 64 ετών, όπου ο επιπολασμός μειώθηκε από 0,17% σε 0,06% μεταξύ της τελευταίας περιόδου και της αμέσως προηγούμενης.
Αντίθετα, ο επιπολασμός μεταξύ των ατόμων ηλικίας 25 – 34 ετών αυξήθηκε ελαφρώς (0,21% έναντι 0,18%).
Επιπλέον, υπήρξε επίσης μια μικρή αύξηση μεταξύ των ατόμων με Ασιατική εθνικότητα, από 0,27% σε 0,31%.
Στην πραγματικότητα, οι ερευνητές υπολόγισαν ότι η πιθανότητα για θετικό αποτέλεσμα σε άτομα Ασιατικής προέλευσης ήταν 1,88 (95% CI 0,95 – 3,74) φορές μεγαλύτερη σε σχέση με άτομα Καυκάσιας προέλευσης.
Η γονιδιωματική ανάλυση σε 26 από τα 115 δειγμάτων έδειξε ότι το κυρίαρχο στέλεχος (92,3%) αφορούσε το B.1.1.7, το μεταλλαγμένο στέλεχος δηλαδή που ταυτοποιήθηκε για πρώτη φορά στο Ηνωμένο Βασίλειο, με τα υπόλοιπα δείγματα να αφορούν την ομάδα B.1.617.2 (ινδικό στέλεχος) .
Τα αποτελέσματα αναφορικά με την παρατηρούμενη μείωση κατά 50% στα θετικά αποτελέσματα σε σχέση με την προηγούμενη περίοδο ήταν ιδιαίτερα ενθαρρυντικά.
Επίσης, η μείωση στην ηλικιακή ομάδα 55 έως 64 ετών, πιθανόν να οφείλεται στην αυξημένη εμβολιαστική κάλυψη.
Ωστόσο, η μικρή αύξηση του ποσοστού θετικότητας μεταξύ των ηλικιών 25-34 ετών πιθανότατα οφείλεται στο μεγαλύτερο αριθμό επαφών, ως συνέπεια χαλάρωσης των μέτρων δημόσιας υγείας.
Η αύξηση που παρατηρήθηκε, επίσης, στα άτομα Ασιατικής προέλευσης υποδεικνύουν ότι η διασπορά του ιού συνεχίζει να είναι σημαντική στην κοινότητα.