Ιδιαίτερη ανησυχία προκαλεί στην πνευμονολογική κοινότητα το ενδεχόμενο οι ασθενείς που νόσησαν από COVID-19 να αναπτύξουν πνευμονική ίνωση.
Μία χρόνια, μη αναστρέψιμη πνευμονοπάθεια, με επιπτώσεις που υποβαθμίζουν και απειλούν τη ζωή του ασθενούς.
Το ερώτημα που προσπαθούν οι επιστήμονες να απαντήσουν αυτή τη στιγμή είναι αν τα φάρμακα που ήδη χορηγούνται για τη νόσο, μπορούν να προλάβουν τις χρόνιες βλάβες που προκαλεί στον πνεύμονα στους ασθενείς που χτυπήθηκαν από αυτήν, εξαιτίας του SARS-COV-2.
Όπως ανέφερε στο Πρακτορείο FM και στην εκπομπή της Τάνιας Η. Μαντουβάλου «104,9 ΜΥΣΤΙΚΑ ΥΓΕΙΑΣ» ο Ομότιμος Καθηγητής Πνευμονολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών Δημοσθένης Μπούρος αυτή την ώρα μελετάται το φαινόμενο και τρέχει και στην χώρα μας μία πολυκεντρική μελέτη, στην οποία παίρνουν μέρος νοσοκομεία από όλη την Ελλάδα.
Παρακολουθούνται ασθενείς και μετά την έξοδο από το νοσοκομείο, με αξονικές θώρακος υψηλής ευκρίνειας, για να δουν οι πνευμονολόγοι, εάν έχουν αποδράμει οι περισσότερες βλάβες, ή αυτές που μένουν, σε τι ποσοστό είναι, σε τι βαρύτητα και ποια θεραπευτική παρέμβαση πρέπει να εφαρμοστεί στα άτομα αυτά.
Το ακριβές ποσοστό των COVID-19 ασθενών που θα αναπτύξουν ίνωση των πνευμόνων παραμένει ακόμη άγνωστο, καθώς απαιτείται μεγαλύτερο χρονικό διάστημα μελέτης και όπως άλλωστε είναι γνωστό, οι περισσότερες εισαγωγές έγιναν κατά το δεύτερο κύμα.
«Πρέπει να έχουμε στους τρεις έως έξι μήνες μετά τη νόσηση μία εικόνα για το πώς εξελίσσεται το περιστατικό, για να μπορέσουμε οριστικά να έχουμε αποτελέσματα και να δούμε αν θα πρέπει να χορηγηθούν φάρμακα για την ίνωση».
Η εμπειρία πουουμε από τον Sars και τον Μers, ανέφερε ο καθηγητής, δείχνει ότι στα 15 χρόνια μετά έχπερίπου το 3,2% των προσβληθέντων είχαν συμπτώματα πνευμονικής ίνωσης.
«Ναι μεν χαμηλό ποσοστό, εάν ισχύει το ίδιο και για την τρέχουσα πανδημία, αλλά αν λάβουμε υπόψιν την έκταση της το 3,2% επί του συνόλου των πασχόντων, είναι ένα πολύ μεγάλο νούμερο», τόνισε.
Ποιοι από τους νοσήσαντες με covid19 κινδυνεύουν περισσότερο να αναπτύξουν πνευμονική ίνωση
Σύμφωνα με τον κ. Μπούρο δεν έχουν όλοι οι νοσήσαντες τον ίδιο κίνδυνο να αναπτύξουν πνευμονική ίνωση.
Αυτοί που έχουν μεγαλύτερο κίνδυνο είναι ηλικιωμένοι, άτομα που έχουν νοσηλευθεί επί μακρόν είτε σε απλή κλίνη ή σε ΜΕΘ, (όσο μεγαλύτερη η νοσηλεία τόσο μεγαλύτερος ο κίνδυνος) άτομα τα οποία έχουν συννοσηρότητες όπως είναι ο σακχαρώδης διαβήτης, η αρτηριακή υπέρταση και η στεφανιαία νόσος.
«Αλλά και άτομα τα οποία νοσηλεύτηκαν και έχουν χαμηλά λεμφοκύτταρα και αυξημένο κάποιο ένζυμο που το λένε lph, κάνουν συχνότερα βλάβες μόνιμες από τον πνεύμονα.
Επίσης, οι καπνιστές έχουν 1,4 φορές περισσότερες πιθανότητες να αναπτύξουν σοβαρά συμπτώματα και 2,4 φορές για να εισαχθούν στην μονάδα εντατικής θεραπείας ή και να χάσουν τη ζωή τους».
Οι βλάβες μπορεί να μην φανούν εξαρχής
Όσον αφορά το ερώτημα για το αν η αναπηρία που δημιουργεί στον πνεύμονα η πνευμονική ίνωση φαίνεται εξαρχής ή σε βάθος χρόνου, ο κ. Μπούρος έδωσε την εξής απάντηση:
«Συνήθως είναι άτομα τα οποία έχουν βελτιωθεί, εξέρχονται του νοσοκομείου με οξυγόνο και οι περισσότεροι από αυτούς μετά από κάποιο χρονικό διάστημα, άλλος μικρότερο, άλλος μεγαλύτερο δεν έχουν ανάγκη το οξυγόνο.
Όμως, ένα σημαντικό ποσοστό από αυτούς χρειάζεται στη συνέχεια μονίμως οξυγόνο. Κι εκεί είναι η επικέντρωση της προσοχής μας.
Σε αυτά τα άτομα που αποκτούν μόνιμες και βαριές βλάβες».
Πηγή: ΑΜΠΕ