Το τελευταίο έτος η πανδημία της COVID-19 προκάλεσε σημαντική επιβάρυνση στη ζωή μας τόσο σε ατομικό όσο και σε συλλογικό επίπεδο.
Ωστόσο, η επιστημονική κοινότητα στάθηκε στο ύψος των περιστάσεων και κατάφερε μέσα σε λίγο χρόνο να ανακαλύψει σημαντικά δεδομένα σχετικά με τον ιό SARS-CoV-2, αναπτύσσοντας παράλληλα αρκετά εμβόλια σε λιγότερο από 1 έτος.
Ένας παράγοντας που συνέβαλε σημαντικά στην επίτευξη του παραπάνω στόχου ήταν ο άμεσος διαμοιρασμός νέων δεδομένων μέσω των προδημοσιεύσεων, δηλαδή ερευνών που δεν έχουν αξιολογηθεί από άλλους επιστήμονες πριν τη δημοσίευσή τους.
Σε μία νέα τους μελέτη, μία ομάδα επιστημόνων διαπίστωσε ότι κατά την περίοδο της πανδημίας, ο αριθμός των προδημοσιεύσεων όσο και το ενδιαφέρον γι’ αυτές αυξήθηκε κατακόρυφα.
“Το φαινόμενο αυτό προκάλεσε επίσης και μία αλλαγή στον τρόπο που εκλαμβάνονται οι προδημοσιεύσεις από την κοινωνία.
Τα μέσα μαζικής ενημέρωσης και το κοινό ασχολούνται πλέον περισσότερο με τις προδημοσιεύσεις και τα αποτελέσματά τους“, αναφέρει ο κ. Αντώνιος Δημητρακόπουλος – Διευθυντής Γ’ Παθολογικής Κλινικής Ερρίκος Ντυνάν Hospital.
Τι είναι οι προδημοσιεύσεις;
Οι επιστημονικές μελέτες τυπικά δημοσιεύονται σε ένα περιοδικό αφού έχουν πρώτα αξιολογηθεί από άλλους επιστήμονες σε μία διαδικασία που λέγεται peer review.
Οι προδημοσιεύσεις, αντιθέτως, είναι επιστημονικές μελέτες που αναρτώνται σε διάφορες ιστοσελίδες (συνήθως σε συγκεκριμένους servers) πριν αξιολογηθούν.
Η πρόσβαση στις προδημοσιεύσεις είναι δωρεάν για το κοινό.
“Οι επιστήμονες ενημερώνουν τα αποτελέσματά τους συνεχώς καθώς έρχονται στο φως νέα δεδομένα και ο αναγνώστης μπορεί να δει οποιαδήποτε στιγμή τις τροποποιήσεις έτσι ώστε να γνωρίζει πως μεταβλήθηκαν τα δεδομένα.
Οι προδημοσιεύσεις επιτρέπουν στους επιστήμονες της έρευνας να ακούσουν περισσότερες απόψεις συναδέλφων τους συγκριτικά με τη διαδικασία του peer review, η οποία γίνεται συνήθως από ένα μικρό αριθμό επιστημόνων“, σημειώνει ο κ. Δημητρακόπουλος, προσθέτοντας:
“Σημαντικότερα, οι προδημοσιεύσεις επιτρέπουν στους επιστήμονες να μοιραστούν τα αποτελέσματά τους όταν πιστεύουν ότι αυτά είναι έτοιμα προς δημοσίευση ξεπερνώντας έτσι το εμπόδιο των συντακτών του επιστημονικού περιοδικού.
Το γεγονός αυτό καθιστά πιο δίκαιη την επιστήμη, κάτι που είναι ιδιαίτερα ωφέλιμο για τους νεότερους ερευνητές, οι οποίοι μπορούν να δείξουν ευκολότερα την εργατικότητά τους“.
Ένα ακόμα πλεονέκτημα των προδημοσιεύσεων είναι η «επιτάχυνση» της επιστήμης.
Οι προδημοσιεύσεις αναρτώνται συνήθως στους servers μέσα σε 2 ημέρες από την υποβολή τους, ενώ η διαδικασία του peer review τυπικά μπορεί να χρειαστεί μήνες ή ακόμα και χρόνια.
“Βλέπουμε, επομένως ότι οι προδημοσιεύσεις είναι κάτι ιδιαίτερα θετικό για την επιστημονική κοινότητα.
Ωστόσο, καθώς επιτρέπουν τον ταχύτερο διαμοιρασμό των δεδομένων, μπορούν να ωφελήσουν και το κοινό”, τονίζει ο κ. Δημητρακόπουλος.
Τα δεδομένα για τις νέες μεταλλάξεις του ιού ή την αποτελεσματικότητα νέων θεραπειών μπορεί να σώσει αρκετές ζωές.
Παρά το γεγονός ότι αρκετά επιστημονικά περιοδικά έχουν υιοθετήσει νέες πρακτικές θέλοντας να επιταχύνουν τη δημοσίευση δεδομένων για την COVID-19, σήμερα μία έρευνα που περνά από peer review χρειάζεται περίπου 34 φορές περισσότερο χρόνο για τη δημοσίευσή της σε σχέση με μία προδημοσίευση.
Οι προδημοσιεύσεις στην εποχή της πανδημίας
Η παρούσα peer reviewed μελέτη είχε αρχικά αναρτηθεί επίσης ως προδημοσίευση.
Όπως διαπίστωσε, τους 10 πρώτους μήνες της πανδημίας, πάνω από το 25% των ερευνών για την COVID-19 (30.260 έρευνες) αναρτήθηκαν αρχικά ως προδημοσιεύσεις.
Συγκριτικά με τις προηγούμενες επιδημίες του ιού Ebola και του ιού Zika, τόσο ο όγκος όσο και το ποσοστό των ερευνών που αναρτώνται ως προδημοσιεύσεις είναι πολύ υψηλότερο.
Ακόμη, οι προδημοσιεύσεις διαβάζονται πολύ περισσότερο σε σχέση με το παρελθόν.
“Οι προδημοσιεύσεις για την COVID-19 έχουν 18.2 φορές περισσότερες επισκέψεις και 27.1 φορές περισσότερα «κατεβάσματα» σε σχέση με τις προδημοσιεύσεις για άλλες νόσους στο ίδιο διάστημα των 10 μηνών που εξέτασε η έρευνα, γεγονός που δείχνει ότι ήταν ιδιαίτερα χρήσιμες στην εποχή της πανδημίας“, αναφέρει ο κ. Δημητρακόπουλος.
Ο πληθυσμός που ασχολείται με τις προδημοσιεύσεις έχει επίσης αλλάξει.
Πριν την πανδημία, σπάνια ακούγαμε για κάποια προδημοσίευση στις ειδήσεις.
Ωστόσο, πάνω από το 25% των προδημοσιεύσεων για την COVID-19 έχουν αναφερθεί σε τουλάχιστον 1 άρθρο ενημέρωσης, με τις σημαντικότερες προδημοσιεύσεις να παρουσιάζονται και σε μεγάλα μέσα ενημέρωσης, όπως το BBC.
Οι προδημοσιεύσεις για την COVID-19 έχουν χρησιμοποιηθεί επίσης και για τον καθορισμό οδηγιών από οργανισμούς υγείας.
Τόσο ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (WHO) όσο και ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός Φαρμάκων (EMA) κάνουν αναφορές σε προδημοσιεύσεις για αρκετές οδηγίες που έχουν βγάλει κατά τη διάρκεια της πανδημίας.
“Στο παρελθόν, οι περισσότερες οδηγίες για διάφορες νόσους δεν είχαν αναφορές σε προδημοσιεύσεις, γεγονός που δείχνει ότι έχει σημειωθεί μία σημαντική μεταβολή στο συγκεκριμένο κομμάτι.
Δυστυχώς, υπήρχαν και ορισμένα προβλήματα από τις προδημοσιεύσεις.
Δεν ήταν λίγοι οι πολιτικοί που χρησιμοποιήσαν έρευνες χαμηλής ποιότητας προκειμένου να περάσουν δικά τους μηνύματα”, είναι η επισήμανση του κ. Δημητρακόπουλου.
Ένας κίνδυνος από τη δημοσίευση ερευνών που δεν έχουν περάσει από peer review είναι ότι μελέτες χαμηλής ποιότητας μπορεί να φτάσουν εύκολα στις επικεφαλίδες της ενημέρωσης.
Ωστόσο, το peer review δεν εξαλείφει εντελώς το παραπάνω φαινόμενο, καθώς στο παρελθόν δεν ήταν λίγες οι χαμηλής ποιότητας έρευνες που πέρασαν από αυτό το στάδιο.
Μία πλατφόρμα που έχει αναδειχθεί σήμερα για το ρόλο της στο διαμοιρασμό προδημοσιεύσεων είναι το Twitter.
Σχεδόν το 100% των προδημοσιεύσεων για την COVID-19 έχουν αναφερθεί σε τουλάχιστον 2 tweets.
Ένα μέλλον με περισσότερες προδημοσιεύσεις;
Είναι προφανές ότι υπάρχει πλέον μία σαφής μεταστροφή στο θέμα των προδημοσιεύσεων.
Επιστήμονες που στο παρελθόν δεν είχαν ασχοληθεί ποτέ με προδημοσιεύσεις, ασχολούνται πλέον με αυτές καθημερινά, ενώ και αρκετοί ελεγκτικοί φορείς χρησιμοποιούν τις έρευνες αυτές προκειμένου να καταλήξουν σε οδηγίες για φάρμακα ή μέτρα πρόληψης.
“Ένα πρόβλημα που θα πρέπει, ωστόσο, να λυθεί στο μέλλον αφορά την υπεύθυνη χρήση των αποτελεσμάτων από τις προδημοσιεύσεις.
Οι επιστήμονες και οι δημοσιογράφοι θα πρέπει να συνεργαστούν έτσι ώστε να αναφέρονται τα αποτελέσματα των ερευνών με ακρίβεια στο κοινό, χωρίς να διαστρεβλώνονται“, τονίζει η ο κ. Δημητρακόπουλος, καταλήγοντας:
“Σε κάθε περίπτωση, τα οφέλη των προδημοσιεύσεων ήταν εμφανή στην εποχή της πανδημίας, γεγονός που δείχνει ότι είναι πλέον εδώ για να μείνουν”.