Το ανοσολογικό σύστημα περιλαμβάνει αρκετά διαφορετικά κύτταρα, μεταξύ των οποίων τα Τ λεμφοκύτταρα, τα Β λεμφοκύτταρα και τα μακροφάγα, τα οποία μας προστατεύουν από τα παθογόνα μικρόβια.
Ωστόσο, αυτό δε σημαίνει ότι όλοι έχουμε ακριβώς τον ίδιο αριθμό προστατευτικών κυττάρων στο αίμα μας.
Τα Β λεμφοκύτταρα είναι αυτά που «θυμούνται» τα παθογόνα που συναντήσαμε στο παρελθόν, έτσι ώστε να μπορούν να σημάνουν συναγερμό αν βρεθούμε ξανά αντιμέτωποι με αυτά στο μέλλον.
Ο αριθμός των παθογόνων που έχουμε εκτεθεί στο παρελθόν, αλλά και οι μεταβολές των υποδοχέων στα παραπάνω κύτταρα, είναι παράγοντες που επηρεάζουν τόσο τον αριθμό όσο και το είδος των ανοσιακών κυττάρων που φέρει κάθε άτομο.
Μία ομάδα επιστημόνων θέλησε να εξετάσει τις διαφορές των Β λεμφοκυττάρων τόσο σε διαφορετικά άτομα, όσο και στο ίδιο άτομο κατά τη διάρκεια της ζωής του.
Εξετάζοντας δείγματα αίματος που είχαν ληφθεί πριν την πανδημία της COVID-19, διαπίστωσαν ότι τα παιδιά είχαν υψηλότερα επίπεδα Β λεμφοκυττάρων που μπορούσαν να προσδεθούν στον SARS-CoV-2 σε σχέση με τους ενήλικες, παρά το γεγονός ότι δεν είχαν εκτεθεί ποτέ στον ιό.
Αν και η έρευνα είναι ακόμα σε πρώιμα στάδια, μπορεί να εξηγήσει σε κάποιο βαθμό γιατί τα παιδιά έχουν πολύ καλύτερη πρόγνωση σε σχέση με τους ενήλικες σε μία λοίμωξη με τον SARS-CoV-2.
«Τα παιδιά νοσούν συνήθως ηπιότερα σε σχέση με τους ενήλικες όταν μολύνονται με τον SARS-CoV-2.
Το φαινόμενο αυτό αποδίδεται σε διαφορές της έκφρασης των υποδοχέων του ιού, καθώς και στην ανοσιακή απόκριση», γράφουν οι επιστήμονες στη μελέτη τους.
«Τα παιδιά, αντίθετα με τους ενήλικες, έχουν χαμηλότερο τίτλο αντισωμάτων και περισσότερα IgG αντισώματα ειδικά για την πρωτεΐνη ακίδα».
Τα Β λεμφοκύτταρα διατηρούν «μνήμη» για τα παθογόνα που έχουν αντιμετωπίσει στο παρελθόν μέσω μίας σειράς υποδοχέων στην επιφάνειά τους.
Οι υποδοχείς αυτοί επιτρέπουν στα Β λεμφοκύτταρα να προσδεθούν σε τμήματα των παθογόνων τα οποία αναγνωρίζουν (αντιγόνα) εκκινώντας έτσι την ανοσιακή απόκριση.
“Οι υποδοχείς αυτοί βασίζονται στο σύνολό τους σε αλληλουχίες ανοσοσφαιρινών, ωστόσο μπορούν να μεταβληθούν σχηματίζοντας ένα μεγάλο δίκτυο το οποίο είναι έτοιμο να αντιμετωπίσει τα παθογόνα πριν τα τελευταία εισέλθουν στον οργανισμό”, επισημαίνει ο κ. Αντώνιος Δημητρακόπουλος, Διευθυντής Γ΄ Παθολογικής Κλινικής Ερρίκος Ντυνάν Hospital.
«Σήμερα, δεν είναι ακόμα γνωστό πως μεταβάλλονται τα Β λεμφοκύτταρα μνήμης στη διάρκεια ζωής ενός ατόμου, καθώς και πως κατανέμονται στους ιστούς», εξήγησαν οι επιστήμονες στη μελέτη τους.
Η μελέτη
Θέλοντας να εξετάσουν το πρώτο από τα παραπάνω ερωτήματα, οι επιστήμονες από το Πανεπιστήμιο του Stanford ανέλυσαν:
-114 δείγματα αίματος από υγιείς ενήλικες,
-93 δείγματα από 51 παιδιά ηλικίας 1-3 ετών,
-12 δείγματα ομφαλίου λώρου, καθώς και,
-δείγματα αίματος, λεμφαδένων και σπληνός από 8 δωρητές οργάνων.
Όταν η ομάδα εξέτασε τους υποδοχείς των Β λεμφοκυττάρων και ανέλυσε ποια αντιγόνα στοχεύουν τα κύτταρα αυτά, διαπίστωσε ότι τα Β λεμφοκύτταρα των παιδιών είχαν περισσότερους «κλώνους» για ιούς και βακτήρια τα οποία είχαν συναντήσει σε σχέση με τους ενήλικες.
Είχαν επίσης περισσότερα Β λεμφοκύτταρα τα οποία μπορούσαν να «μεταλλαχθούν» για να γίνουν αποτελεσματικά για τον ιό SARS-CoV-2, χωρίς να έχουν μολυνθεί στο παρελθόν.
Η επιστημονική ομάδα πιστεύει ότι το ανοσολογικό σύστημα των παιδιών μπορεί να προσαρμοστεί καλύτερα στον SARS-CoV-2, μετά την έκθεσή του στους εποχικούς κορονοϊούς που κυκλοφορούν σήμερα.
«Πιστεύουμε ότι η έκθεση στους εποχικούς κορονοϊούς δημιουργεί διασταυρούμενη ανοσία η οποία είναι ισχυρότερη στις νεαρότερες ηλικίες», έγραψε η επιστημονική ομάδα.
«Η απόκριση του ανοσολογικού συστήματος είναι ιδιαίτερα σημαντική στην παιδική ηλικία, καθώς θέτει τη βάση για την ανοσιακή μνήμη των Β λεμφοκυττάρων στη μετέπειτα ζωή», πρόσθεσαν.
Προφανώς, η ηπιότερη νόσηση από COVID-19 στα παιδιά αποδίδεται σε αρκετούς άλλους παράγοντες οι οποίοι θα πρέπει να εξερευνηθούν από μελλοντικές μελέτες.
Η έρευνα δημοσιεύτηκε στο επιστημονικό περιοδικό Science.