Το στέλεχος Β.1.1.7 (Μεγάλης Βρετανίας) του SARS-CoV-2 δεν συνδέεται με αυξημένη σοβαρότητα νόσησης συγκριτικά με τα προηγούμενα στελέχη, σύμφωνα με δύο νέες έρευνες που δημοσιεύτηκαν σήμερα, οι οποίες επιβεβαίωσαν επίσης την αυξημένη μολυσματικότητα του συγκεκριμένου στελέχους.
Το αποτέλεσμα της έρευνας που αναφέρει πως το στέλεχος Β. 1. 1.7 δεν συνδέεται με αυξημένη σοβαρότητα νόσησης θα πρέπει να επιβεβαιωθεί από περισσότερες μελέτες.
Το στέλεχος Β.1.1.7 έχει επικρατήσει σήμερα έναντι των υπολοίπων σχεδόν σε όλη την Ευρώπη και προηγούμενες έρευνες είχαν δείξει ότι συνδέεται με αυξημένο κίνδυνο θανάτου.
Ωστόσο, οι έρευνες που δημοσιεύτηκαν στα Lancet Infectious Diseases και Lancet Public Health χθες, δεν διαπίστωσαν σοβαρότερα συμπτώματα ή αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης long COVID στους ασθενείς που μολύνονται με το Β.1.1.7.
Οι έρευνες επιβεβαίωσαν, ωστόσο, ότι το στέλεχος έχει υψηλότερο R και συνδέεται με υψηλότερο ιικό φορτίο σε σχέση με τα προηγούμενα στελέχη.
Η πρώτη έρευνα εξέτασε δεδομένα από 341 ασθενείς που είχαν θετικές εξετάσεις για τον SARS-CoV-2 στα τέλη του περασμένου έτους, όταν το Β.1.1.7 είχε κυριαρχήσει ήδη στη νοτιοανατολική Αγγλία.
Όπως διαπιστώθηκε, το 58% του παραπάνω δείγματος είχε μολυνθεί με το στέλεχος Β.1.1.7, ενώ το 42% είχε μολυνθεί από άλλα στελέχη.
Το 36% των ασθενών που μολύνθηκαν με το μεταλλαγμένο στέλεχος παρουσίασαν σοβαρά συμπτώματα ή κατέληξαν, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό στην ομάδα των ασθενών που είχαν μολυνθεί με άλλα στελέχη ήταν 38%.
Το γεγονός αυτό δείχνει ότι το στέλεχος Β.1.1.7 δεν συνδέεται με αυξημένο κίνδυνο σοβαρής νόσησης.
Ανάλυση της μολυσματικότητας του στελέχους
Οι συγγραφείς ανέλυσαν επίσης τη μολυσματικότητα του στελέχους εξετάζοντας δεδομένα από τις εξετάσεις PCR.
“Όπως παρατήρησαν, τα δείγματα από τους ασθενείς που είχαν μολυνθεί με το Β.1.1.7 είχαν υψηλότερες ποσότητες του ιού, σε σχέση με αυτά των ασθενών που είχαν νοσήσει από άλλα στελέχη“, αναφέρει ο κ. Αντώνιος Δημητρακόπουλος, Διευθυντής Γ’ Παθολογικής Κλινικής Ερρίκος Ντυνάν Hospital.
Σχολιάζοντας τα αποτελέσματα της μελέτης σε ένα άρθρο που τη συνόδευσε, οι Sean Wei Xiang Ong, Barnaby Edward Young και David Chien Lye από το National Centre for Infectious Diseases της Σιγκαπούρης, υποστήριξαν ότι οι παρατηρήσεις της παρούσας μελέτης έρχονται σε αντίθεση με αυτά τριών παλαιοτέρων ερευνών που είχαν διαπιστώσει ότι το στέλεχος Β.1.1.7 συνδέεται με αυξημένη θνητότητα σε σχέση με τα προηγούμενα στελέχη.
Ωστόσο, η μελέτη που δημοσιεύτηκε στο επιστημονικό περιοδικό Lancet εξέτασε μεγαλύτερο αριθμό ασθενών και είχε πληροφορίες για το σύνολο του γονιδιώματος του ιού, επομένως τα αποτελέσματά της είναι ισχυρότερα.
«Η παρατήρηση ότι το στέλεχος Β.1.1.7 δεν συνδέεται με αυξημένο κίνδυνο σοβαρής νόσησης και θανάτου σε αυτό τον πληθυσμό είναι καθησυχαστική, ωστόσο θα πρέπει α επιβεβαιωθεί από μελλοντικές, μεγαλύτερες μελέτες», υποστήριξαν οι τρεις επιστήμονες στο άρθρο τους.
Η δεύτερη έρευνα εξέτασε δεδομένα από 36.920 Βρετανούς που διαγνώστηκαν με COVID-19 από τις 28 Σεπτεμβρίου μέχρι τις 27 Δεκεμβρίου.
Όπως παρατήρησε, η μολυσματικότητα του στελέχους ήταν 1.35 φορές υψηλότερη σε σχέση με τα υπόλοιπα στελέχη, χωρίς ωστόσο να παρατηρήσει σοβαρότερη νόσηση στους ασθενείς.