Καθώς η COVID-19 συνεχίζει να εξαπλώνεται σε όλο τον κόσμο, φαίνεται ότι ένα υψηλό ποσοστό των νέων περιστατικών αποδίδεται στους ασυμπτωματικούς φορείς που μεταδίδουν τον ιό εν αγνοία τους.
Ωστόσο, ο μαζικός έλεγχος ασυμπτωματικών ατόμων, αν και θα μπορούσε πιθανώς να περιορίσει το παραπάνω πρόβλημα, δεν εφαρμόζεται στις περισσότερες χώρες του κόσμου λόγω του υψηλού κόστους και της έλλειψης διαγνωστικών τεστ.
Κατά συνέπεια, αυτή τη στιγμή δεν έχουμε κατανοήσει ακόμα ποιο είναι το ακριβές ποσοστό των συνολικών περιστατικών που προέρχεται από ασυμπτωματικούς φορείς.
Ένα άλλο ερώτημα που δεν έχει ακόμα απαντηθεί αφορά την ανοσία που αναπτύσσεται μετά τη φυσική λοίμωξη με τον SARS-CoV-2.
Βάση της ανοσίας τα αντισώματα
“Τα αντισώματα αποτελούν τη βάση της ανοσίας, ωστόσο δεν γνωρίζουμε ποια είναι η ποσότητα των αντισωμάτων που παράγεται μετά την COVID-19, ποια είναι η διάρκεια ζωής τους, καθώς και αν μπορούν να προστατεύσουν από μελλοντικές λοιμώξεις με τον ίδιο ιό“, αναφέρει ο κ. Αντώνιος Δημητρακόπουλος, Διευθυντής Α’ Παθολογικής Κλινικής Ερρίκος Ντυνάν Hospital.
Θέλοντας να δώσουν απαντήσεις στα παραπάνω ερωτήματα, επιστήμονες από το Cardiff Metropolitan University αποφάσισαν να εξετάσουν τα επίπεδα των αντισωμάτων για τον SARS-CoV-2 στους εργαζόμενους του πανεπιστημίου.
Ο σκοπός τους ήταν να διαπιστώσουν πόσο συχνές ήταν οι ασυμπτωματικές λοιμώξεις στο 1ο κύμα της πανδημίας, καθώς και ποια είναι η διάρκεια ζωής των αντισωμάτων.
Ποιες διαφορές ανέδειξε η έρευνα
-Για την έρευνά τους οι επιστήμονες χρησιμοποίησαν μία εξέταση αίματος που χρειάζεται μόλις 1 σταγόνα και δίνει αποτελέσματα σε 10 λεπτά.
-Ο κάθε εθελοντής έκανε 2 φορές την παραπάνω εξέταση με διαφορά 3 μηνών.
–Όταν έκαναν το πρώτο τεστ τον Ιούλιο του 2020, όλοι οι εθελοντές ήταν υγιείς, δεν είχαν ιστορικό διάγνωση με COVID-19 και δεν παρουσίαζαν συμπτώματα του ιού, αν και ορισμένοι ανέφεραν ήπια συμπτώματα που ομοιάζουν COVID-19 τους 3 μήνες πριν την εξέταση.
Από τους συνολικά 739 εθελοντές που εξετάστηκαν, το 3.65% είχε αντισώματα για την COVID-19, ποσοστό ελαφρώς χαμηλότερο από αυτό που είχε εκτιμήσει η μελέτη UK REACT για τους ασυμπτωματικούς φορείς (4-6%).
Το γεγονός αυτό προκάλεσε έκπληξη στους επιστήμονες, καθώς το Cardiff είναι μία αστική περιοχή και επομένως θα περίμεναν να έχει μολυνθεί μεγαλύτερο ποσοστό ασθενών.
Τα χαμηλά ποσοστά που διαπίστωσε η έρευνα αποδίδονται πιθανώς στο γεγονός ότι το μεγαλύτερο ποσοστό των εργαζομένων έκανε τηλεργασία στο διάστημα από το Μάρτιο μέχρι το Σεπτέμβριο του 2020 και επομένως δεν είχε έρθει σε επαφή με τον ιό.
Τα ποσοστά των αντισωμάτων ήταν υψηλότερα στους άνδρες άνω των 40 ετών
Η έρευνα δεν διαπίστωσε επίσης στατιστικώς σημαντική διαφορά στον αριθμό των ανδρών και των γυναικών που είχαν αντισώματα, με μοναδικό σημείο ενδιαφέροντος το γεγονός ότι τα ποσοστά των αντισωμάτων ήταν υψηλότερα στους άνδρες άνω των 40.
Ωστόσο, όταν αποφάσισαν να εξετάσουν αποκλειστικά αυτούς που είχαν θετικές εξετάσεις για τον ιό παρατήρησαν μία σημαντική διαφοροποίηση.
Συγκεκριμένα, τα επίπεδα των αντισωμάτων στους άνδρες ήταν 3 φορές υψηλότερα σε σχέση με αυτά των γυναικών.
Μία σημαντική πληροφορία είναι ότι τα συμπτώματα που είχαν παρουσιάσει τόσο οι άνδρες όσο και οι γυναίκες ήταν παρόμοια.
Όταν έκαναν και δεύτερο τεστ στους εθελοντές 3 μήνες αργότερα, διαπίστωσαν μία ακόμα σημαντική διαφορά.
Από αυτούς που είχαν αντισώματα για την COVID-19, το 21.7% δεν είχε πλέον θετικές εξετάσεις αντισωμάτων.
Το γεγονός αυτό δείχνει ότι ένας στους 5 ασυμπτωματικούς φορείς που παράγει αντισώματα για τον ιό, χάνει εντελώς τα αντισώματα αυτά σε 6 μήνες (οι επιστήμονες θεώρησαν ότι όσοι είχαν αντισώματα στην 1η εξέταση, είχαν μολυνθεί πριν 3 μήνες στο 1ο κύμα της πανδημίας).
Οι γυναίκες δεν είχαν πλέον ανιχνεύσιμα επίπεδα αντισωμάτων
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον είχε επίσης το γεγονός ότι το 80% των ασθενών που δεν είχαν πλέον ανιχνεύσιμα επίπεδα αντισωμάτων ήταν γυναίκες.
Η μέση ηλικία των γυναικών που απώλεσαν εντελώς τα αντισώματα ήταν επίσης 10 χρόνια μεγαλύτερη σε σχέση με τη μέση ηλικία των γυναικών που διατήρησαν κάποια επίπεδα αντισωμάτων.
Το γεγονός αυτό αποδίδεται πιθανώς στη διαφορετική ανοσιακή απόκριση που παρουσιάζουν οι γυναίκες που προσεγγίζουν την εμμηνόπαυση, όπως συμβαίνει και στη γρίπη.
Συνολικά, τα παραπάνω αποτελέσματα δείχνουν ότι η ανοσία στην COVID-19 θα πρέπει να εξετάζεται σε ατομικό επίπεδο, καθώς η ηλικία και το φύλο μπορεί να επηρεάσουν τη διάρκειά της στον κάθε ασθενή.