Καθώς ο εμβολιασμός του πληθυσμού συνεχίζεται με αμείωτο ρυθμό, πλησιάζουμε κάθε μέρα όλο και πιο κοντά στο τέλος της πανδημίας.
Ωστόσο, αρκετοί ειδικοί προειδοποιούν ότι μέχρι να επιτευχθεί η ανοσία της αγέλης, δεν θα πρέπει να σταματήσουμε να φοράμε μάσκες, ακόμα κι αν έχουμε εμβολιαστεί.
Η παραπάνω οδηγία έχει προκαλέσει σύγχυση σε αρκετούς ασθενείς, ωστόσο είναι λογική με βάση αυτά που γνωρίζουμε σήμερα για τα εμβόλια και την αποτελεσματικότητά τους.
Τι γνωρίζουμε για την αποτελεσματικότητα των εμβολίων;
Τα δεδομένα από τις κλινικές δοκιμές αλλά και από τη χορήγηση των εμβολίων στο κοινό έχουν δείξει ότι είναι ιδιαίτερα αποτελεσματικά στην πρόληψη της σοβαρής COVID-19.
Ορισμένα εμβόλια είναι επίσης αποτελεσματικά στην πρόληψη τόσο των συμπτωματικών όσο και των ασυμπτωματικών λοιμώξεων.
Προς το παρόν δεν γνωρίζουμε σε ποιο βαθμό τα εμβόλια μπορούν να περιορίσουν τη μετάδοση του ιού από έναν ασθενή που έχει εμβολιαστεί.
Σήμερα, αρκετές έρευνες έχουν δείξει ότι τα εμβόλια μπορούν να έχουν την παραπάνω επίδραση, κάτι που είναι ιδιαίτερα θετικό.
Ωστόσο, οι μεγαλύτερες έρευνες που διεξάγονται αυτή τη στιγμή θα δώσουν ποιο σαφείς απαντήσεις στο παραπάνω ερώτημα.
Ορισμένα εμβόλια έχουν υψηλή αποτελεσματικότητα στην πρόληψη των λοιμώξεων
Ένα ιδανικό εμβόλιο θα πρέπει να μπορεί να προστατεύσει εντελώς από τη λοίμωξη.
Ένας ασθενής που δεν έχει ενεργό λοίμωξη δεν μπορεί να μεταδώσει τον ιό.
“Ωστόσο, το κύριο τελικό σημείο των κλινικών δοκιμών για τα εμβόλια της COVID-19 δεν ήταν η πρόληψη της λοίμωξης γενικότερα, αλλά η πρόληψη της συμπτωματικής λοίμωξης ή (σε ορισμένες περιπτώσεις) της μέτριας ή σοβαρής νόσησης”, αναφέρει ο κ. Αντώνιος Δημητρακόπουλος, Διευθυντής Γ΄ Παθολογικής Κλινικής Ερρίκος Ντυνάν Hospital, προσθέτοντας:
“Καταλαβαίνουμε, επομένως, ότι οι κλινικές δοκιμές δεν είχαν σχεδιαστεί έτσι ώστε να μπορούν να απαντήσουν αν τα εμβόλια προλαμβάνουν την ασυμπτωματική λοίμωξη.
Κατά συνέπεια, μετά την ολοκλήρωση των παραπάνω δοκιμών, ξεκίνησαν νέες μελέτες με σκοπό να δώσουν απάντηση στο παραπάνω ερώτημα“.
Μελέτη που ανακοινώθηκε από το CDC
Την περασμένη εβδομάδα, το CDC των ΗΠΑ ανακοίνωσε τα αποτελέσματα μίας μελέτης που έκανε σχετικά με την αποτελεσματικότητα των εμβολίων mRNA (Pfizer και Moderna) στον πραγματικό κόσμο.
Οι επιστήμονες συνέλεξαν ρινοφαρυγγικά δείγματα εβδομαδιαίως από τους εθελοντές, με σκοπό να διαπιστώσουν αν έχουν γενετικό υλικό του ιού, ανεξαρτήτως αν έχουν συμπτώματα COVID-19 ή όχι.
Όπως διαπίστωσαν, τα εμβόλια:
-είχαν 90% αποτελεσματικότητα στην πρόληψη των λοιμώξεων (συμπτωματικών ή ασυμπτωματικών) σε όσους είχαν κάνει 2 δόσεις του εμβολίου, και,
-80% σε όσους είχαν κάνει 1 δόση.
Αυτό σημαίνει ότι στους ασθενείς που είχαν κάνει και τις δύο δόσεις του εμβολίου, τα ποσοστά των λοιμώξεων ήταν 90% μειωμένα, συγκριτικά με αυτά σε ένα πληθυσμό που δεν είχε εμβολιαστεί.
Σήμερα, εκτός από τα εμβόλια mRNA κυκλοφορούν και άλλα εμβόλια και συγκεκριμένα αυτά της AstraZeneca και της Johnson & Johnson.
Τα εμβόλια αυτά, σύμφωνα με τα τελευταία δεδομένα, είναι λιγότερο αποτελεσματικά στην πρόληψη των λοιμώξεων σε σχέση με τα mRNA.
“Καθώς κανένα εμβόλιο δεν έχει 100% αποτελεσματικότητα στην πρόληψη των λοιμώξεων, καταλαβαίνουμε ότι είναι δυνατό να μεταδώσουμε τον ιό, ακόμα κι αν έχουμε εμβολιαστεί“, επισημαίνει ο κ. Δημητρακόπουλος.
Τα εμβόλια μειώνουν τη μολυσματικότητα
Ορισμένες έρευνες έχουν δείξει ότι ακόμα κι αν ένας ασθενής που εμβολιάστηκε, μολυνθεί με τον ιό, θα είναι λιγότερο μολυσματικός σε σχέση με ασθενείς που δεν έχουν εμβολιαστεί.
Αρκετές έρευνες σήμερα έχουν εξετάσει το ιικό φορτίο σε ασθενείς που δεν εμβολιάστηκαν.
Προηγούμενες μελέτες έδειξαν επίσης ότι το ιικό φορτίο αποτελεί καλό δείκτη της μολυσματικότητας.
Σε μία έρευνα που δημοσιεύτηκε στα τέλη Μαρτίου στο επιστημονικό περιοδικό Nature Medicine, επιστήμονες από τι Ισραήλ διαπίστωσαν ότι οι ασθενείς που έκαναν το εμβόλιο της Pfizer και αργότερα μολύνθηκαν με τον ιό SARS-CoV-2, είχαν μικρότερο ιικό φορτίο σε σχέση με άτομα που δεν είχαν εμβολιαστεί και μολύνθηκαν με τον ίδιο ιό.
Συγκεκριμένα, όπως παρατήρησε η έρευνα, όλες οι λοιμώξεις 12 ημέρες μετά τον εμβολιασμό είχαν πολύ χαμηλότερο ιικό φορτίο, γεγονός που επηρεάζει τόσο την ιική απέκκριση όσο και τη μολυσματικότητα των ασθενών.
“Πρέπει να τονιστεί στο σημείο αυτό ότι η τελευταία έρευνα δεν ήταν τυχαιοποιημένη ούτε ελεγχόμενη, γεγονός που πιθανώς επηρέασε τα αποτελέσματα.
Τα αποτελέσματα ενδεχομένως να διαφοροποιούνται επίσης για το κάθε εμβόλιο“, τονίζει ο κ. Δημητρακόπουλος.
Αυτή τη στιγμή είναι σίγουρο ότι θα πρέπει να γίνουν νέες μελέτες για να διαπιστώσουμε ποια είναι πραγματικά η αποτελεσματικότητα των εμβολίων στην πρόληψη των λοιμώξεων.
Στις έρευνες αυτές θα πρέπει να εξεταστεί επίσης το στενό περιβάλλον των εθελοντών, προκειμένου να επιβεβαιωθεί ότι και τα άτομα αυτά είναι προστατευμένα.
Μια νέα έρευνα άρχισε να πραγματοποιείται
Μία έρευνα αυτού του είδους έχει ήδη ξεκινήσει από το COVID-19 Prevention Network (CoVPN) στην οποία συμμετέχουν 12.000 φοιτητές.
Οι μισοί από αυτούς θα λάβουν το εμβόλιο της Moderna την 1η ημέρα της έρευνας, ενώ οι υπόλοιποι θα κάνουν την 1η δόση 4 μήνες αργότερα.
Μετά τον εμβολιασμό, οι επιστήμονες θα λάβουν ρινοφαρυγγικά δείγματα από τους φοιτητές κάθε 4 μήνες, προκειμένου να διαπιστώσουν αν μολύνθηκαν με τον ιό.
Η εξέταση αυτή θα μπορεί να διαγνώσει τόσο συμπτωματικές όσο και ασυμπτωματικές λοιμώξεις.
Οι επιστήμονες θα παρακολουθήσουν επίσης και τις μολύνσεις στο στενό περιβάλλον των φοιτητών.
Το γεγονός αυτό θα τους επιτρέψει να διαπιστώσουν αν ο εμβολιασμός επηρεάζει την πιθανότητα μετάδοσης του ιού από άτομα με ασυμπτωματική λοίμωξη.
Άγνωστο ακόμα τι ισχύει με τα νεότερα στελέχη
Ένα άλλο ερώτημα που δεν έχει ακόμα απαντηθεί είναι τι συμβαίνει με τα νεότερα στελέχη.
Υπάρχουν ορισμένες ενδείξεις ότι η αποτελεσματικότητα των εμβολίων είναι μειωμένη για τις νέες μεταλλάξεις του ιού, γεγονός που δημιουργεί ανησυχίες σχετικά με την ικανότητά τους να προλαμβάνουν τη μετάδοση των παραπάνω.
Αν και προς το παρόν η αποτελεσματικότητα των εμβολίων για το στέλεχος Β.1.1.7 (Μεγάλης Βρετανίας) είναι αρκετά υψηλή, δεν ισχύει το ίδιο για άλλα στελέχη, όπως το B.1.351 (Νότιας Αφρικής), Ρ.1 (Βραζιλίας) και Β.1.526 (νέο στέλεχος που εμφανίστηκε στη Νέα Υόρκη πριν λίγες ημέρες).
“Όλα τα παραπάνω στελέχη φέρουν τη μετάλλαξη Ε484Κ, η οποία βοηθά τον ιό να αποφύγει την εξουδετέρωση από τα αντισώματα, γεγονός που πιθανώς θα επηρεάσει την αποτελεσματικότητα των εμβολίων“, εξηγεί ο κ. Δημητρακόπουλος.
Μερικές πρόσφατες κλινικές δοκιμές, για παράδειγμα, έδειξαν ότι τα εμβόλια της Johnson & Johnson και της Novavax είχαν μειωμένη αποτελεσματικότητα στην πρόληψη της συμπτωματικής νόσησης από το στέλεχος B.1.351.
Άλλα εμβόλια, όπως για παράδειγμα αυτό της Pfizer, έχουν υψηλή αποτελεσματικότητα και για το στέλεχος της Νότιας Αφρικής, σύμφωνα με τα αποτελέσματα μίας κλινικής μελέτης που δημοσίευσε πριν λίγες ημέρες η εταιρία.
Η Moderna αναπτύσσει επίσης ένα νέο εμβόλιο ειδικά για το συγκεκριμένο στέλεχος.
Στο μέλλον, προφανώς και οι υπόλοιπες εταιρίες θα χρειαστεί να τροποποιήσουν τα εμβόλιά τους, όπως περίπου γίνεται και με τα εμβόλια της γρίπης.
“Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι τα εμβόλια έχουν διπλή χρησιμότητα“, τονίζει ο κ. Δημητρακόπουλος και εξηγεί:
Πρώτον, προσφέρουν ατομικά οφέλη, καθώς περιορίζουν τον κίνδυνο σοβαρής νόσησης, νοσηλείας και θανάτου σε αυτόν που εμβολιάζεται.
Δεύτερον, προσφέρουν συλλογικά οφέλη, καθώς μπορούν να μειώσουν τον κίνδυνο μετάδοσης του ιού στην κοινότητα και ιδιαίτερα στις ευπαθείς ομάδες.