Τα εμβόλια mRNA έχουν υψηλή αποτελεσματικότητα στην πρόληψη της COVID-19, κάτι που αποδείχθηκε και κατά την κυκλοφορία τους στο γενικό πληθυσμό.
Αυτό που δεν γνωρίζουμε, ωστόσο, είναι ποια διάρκεια έχει η προστασία που προσφέρουν, αν χρειάζεται να χορηγήσουμε ενισχυτικές δόσεις και αν πρέπει να προσαρμοστούν για να μπορούν να αντιμετωπίσουν τα νεότερα στελέχη.
Μία αναφορά που δημοσίευσε το CDC των ΗΠΑ στις 2 Απριλίου έχει δεδομένα για σχεδόν 4.000 υγειονομικούς που έκαναν είτε το εμβόλιο της Pfizer είτε αυτό της Moderna.
Σύμφωνα με τα δεδομένα της παραπάνω αναφοράς, τα mRNA εμβόλια:
-είχαν 80% αποτελεσματικότητα μετά την 1η δόση, και,
-90% μετά τη 2η σε αυτό τον πληθυσμό.
Οι υγειονομικοί της αναφοράς έκαναν εξετάσεις για COVID-19 εβδομαδιαίως για 13 εβδομάδες.
Ο μειωμένος αριθμός θετικών εξετάσεων για COVID-19 στην ομάδα που εξετάστηκε δείχνει, σύμφωνα με το CDC, ότι ο εμβολιασμός μπορεί να περιορίσει και τον κίνδυνο μετάδοσης του ιού.
«Ο περιορισμός του κινδύνου μόλυνσης από ασυμπτωματικούς ή προσυμπτωματικούς φορείς είναι ιδιαίτερα σημαντικός για τους γιατρούς και νοσηλευτές οι οποίοι έρχονται σε στενή επαφή με ασθενείς καθημερινά.
Σήμερα έρχονται στο φως όλο και περισσότερα δεδομένα που δείχνουν ότι ο κίνδυνος μετάδοσης του SARS-CoV-2 μετά τον εμβολιασμό είναι πολύ χαμηλός», υποστήριξε η Dr Susan Bailey, πρόεδρος του American Medical Association.
Η ανοσία από τα εμβόλια διαρκεί πάνω από 6 μήνες
Η Pfizer ανακοίνωσε πριν λίγες ημέρες τα αποτελέσματα των κλινικών δοκιμών φάσης 3 του εμβολίου της, οι οποίες συνεχίζονται σήμερα.
Σύμφωνα με τα παραπάνω, η ανοσία διαρκεί τουλάχιστον 6 μήνες.
Στην ίδια μελέτη, οι επιστήμονες διαπίστωσαν ότι το εμβόλιο έχει:
–100% αποτελεσματικότητα στην πρόληψη της σοβαρής νόσησης σύμφωνα με τα κριτήρια του CDC, και,
–95.3% σύμφωνα με τα κριτήρια του FDA.
Μία άλλη μελέτη με 12.000 εθελοντές διαπίστωσε επίσης ότι δεν υπάρχει «κανένας κίνδυνος για σοβαρές ανεπιθύμητες ενέργειες» από το ίδιο εμβόλιο.
Τα αντισώματα των ασθενών που εμβολιάστηκαν
“Το γεγονός ότι τα αντισώματα στους ασθενείς που εμβολιάστηκαν στις αρχικές κλινικές δοκιμές φάσης 3 της Pfizer παρέμειναν υψηλά μετά τους 6 μήνες, δημιουργεί αισιοδοξία“, επισημαίνει ο κ. Αντώνιος Δημητρακόπουλος, Διευθυντής Γ’ Παθολογικής Κλινικής Ερρίκος Ντυνάν Hospital.
Σύμφωνα με τους ειδικούς, το γεγονός ότι δεν παρατηρήθηκε μείωση της τάξης του 30% , ή 50%, δείχνει ότι πιθανώς τα αντισώματα θα διατηρηθούν για μεγάλο διάστημα.
Συγκεκριμένα, τα επίπεδα των αντισωμάτων περιορίστηκαν ελάχιστα στο διάστημα των 6 μηνών.
“Γνωρίζουμε σήμερα ότι ορισμένα εμβόλια, όπως για παράδειγμα το MMR (ιλαρά, ερυθρά, παρωτίτιδα) προσφέρουν προστασία εφ’ όρου ζωής.
Αντιθέτως, άλλα εμβόλια, όπως το εμβόλιο της γρίπης πρέπει να χορηγούνται ετησίως“, σημειώνει ο κ. Δημητρακόπουλος, προσθέτοντας:
Τα εμβόλια προστατεύουν, όμως μπορεί αυτό να αλλάξει με εμφάνιση νέων στελεχών
“Σύμφωνα με τους ειδικούς, αυτή τη στιγμή δεν είναι δυνατό να προβλέψουμε ακόμα σε ποια κατηγορία θα βρίσκονται τα εμβόλια της COVID-19, ωστόσο αν τελικά χρειαστεί ενισχυτική δόση για τα εμβόλια mRNA, αυτή θα μπορεί να παραχθεί σχετικά εύκολα.
Προς το παρόν, τα εμβόλια μπορούν να αντιμετωπίσουν όλα τα στελέχη του SARS-CoV-2 που κυκλοφορούν στις χώρες του Δυτικού κόσμου, ωστόσο αυτό ενδέχεται να αλλάξει με την εμφάνιση νέων στελεχών”.
Κατά συνέπεια, θα χρειαστεί ίσως να κάνουμε ενισχυτικές δόσεις, όχι γιατί μειώθηκαν τα αντισώματα του πρώτου εμβολίου, αλλά γιατί εμφανίστηκαν νέα στελέχη που δεν αντιμετωπίζονται από το παρόν εμβόλιο.
Πιθανό να εμφανιστούν περιστατικά σε άτομα που έχουν εμβολιαστεί
Όπως ανέφερε και η παραπάνω αναφορά, τα εμβόλια δεν περιορίζουν στο 0% τον κίνδυνο νόσησης από COVID-19.
Μία πρόσφατα μελέτη εξέτασε 100 περιστατικά COVID-19 σε ασθενείς που είχαν εμβολιαστεί.
Ωστόσο, στην περιοχή της Washington όπου διεξήχθη η μελέτη, έχουν εμβολιαστεί σήμερα πάνω από 1 εκατομμύριο άτομα, γεγονός που δείχνει ότι η πιθανότητα λοίμωξης είναι πολύ χαμηλή.
“Αυτός είναι και ο λόγος που θα πρέπει να συνεχίσουμε την εφαρμογή των μέτρω πρόληψης, όπως η μάσκα, η κοινωνική αποστασιοποίηση και το πλύσιμο των χεριών, ακόμα κι αν έχουμε εμβολιαστεί”, καταλήγει ο κ. Δημητρακόπουλος.