Στην αρχή της πανδημίας, μία έρευνα έδειξε ότι σχεδόν το 1/3 των ασθενών με COVID-19 που εισέρχονται στη ΜΕΘ, παρουσιάζουν δυνητικά απειλητικές για τη ζωή επιπλοκές οι οποίες αποδίδονται σε διαταραχές της πηκτικότητας.
Μία άλλη μελέτη διαπίστωσε ότι αρκετοί από αυτούς τους ασθενείς είχαν αίμα με αυξημένη πηκτικότητα το οποίο μπορεί να δημιουργήσει θρόμβους.
Οι παραπάνω παρατηρήσεις έκαναν τους επιστήμονες να αναρωτηθούν αν υπάρχει σύνδεση ανάμεσα στην COVID-19 και τον κίνδυνο θρομβώσεων, καθώς και αν η ασπιρίνη έχει χρησιμότητα στη θεραπεία των παραπάνω ασθενών.
Η ασπιρίνη έχει χρησιμότητα στην πρόληψη των θρομβώσεων
“Η ασπιρίνη έχει αντιπηκτική δράση και επομένως έχει χρησιμότητα στην πρόληψη των θρομβώσεων.
Οι θρόμβοι αίματος, αν αποκολληθούν από το σημείο που σχηματίζονται μπορεί να φράξουν αγγεία της καρδιάς, του εγκεφάλου, των πνευμόνων ή άλλων ζωτικών οργάνων.
Ένας γνωστός κίνδυνος από την προληπτική χρήση της ασπιρίνης είναι ότι μπορεί να αυξήσει τον κίνδυνο αιμορραγίας“, αναφέρει ο κ. Αντώνιος Δημητρακόπουλος, Διευθυντής Γ΄ Παθολογικής Κλινικής Ερρίκος Ντυνάν Hospital
Γνωρίζοντας ότι η ασπιρίνη είναι ασφαλές φάρμακο, καθώς χορηγείται εδώ και αρκετά χρόνια ως προληπτική αγωγή για το έμφραγμα του μυοκαρδίου και το εγκεφαλικό επεισόδιο, οι επιστήμονες της παρούσας μελέτης θέλησαν να εξετάσουν τη χρησιμότητά της στους ασθενείς με COVID-19.
Από την ανάλυση διαπιστώθηκε ότι η χαμηλή δόση ασπιρίνης πριν ή μετά την εισαγωγή στο νοσοκομείο μπορεί να περιορίσει σημαντικά τον κίνδυνο διασωλήνωσης, εισαγωγής στη ΜΕΘ και θανάτου κατά τη νοσηλεία.
Σύμφωνα με τις παρατηρήσεις της μελέτης, οι ασθενείς με COVID-19 που έλαβαν το φάρμακο δεν είχαν επίσης αυξημένο κίνδυνο αιμορραγίας.
“Εκτός από τις επιδράσεις της στην πηκτικότητα, η ασπιρίνη περιορίζει επίσης τα επίπεδα της ιντερλευκίνης-6, ενός σηματοδοτικού μορίου (κυτταροκίνης) στο αίμα.
Το μόριο αυτό έχει συνδεθεί στο παρελθόν με την υπερβολική ενεργοποίηση του ανοσοποιητικού συστήματος, δηλαδή την καταιγίδα κυτταροκινών, η οποία οδηγεί τους περισσότερους ασθενείς με COVID-19 στη ΜΕΘ“, επισημαίνει ο κ. Δημητρακόπουλος.
Η έρευνα δημοσιεύτηκε στο επιστημονικό περιοδικό Anesthesia & Analgesia.
Ο σχεδιασμός της έρευνας
Οι επιστήμονες της παρούσας μελέτης υποστήριξαν ότι τα αποτελέσματά τους θα πρέπει προφανώς να επιβεβαιωθούν από τυχαιοποιημένες ελεγχόμενες μελέτες με μεγαλύτερο αριθμό εθελοντών.
Για τη μελέτη τους εξέτασαν ηλεκτρονικά αρχεία από 412 ενήλικες με COVID-19 στις ΗΠΑ που νοσηλεύτηκαν κάποια στιγμή από το Μάρτιο μέχρι τον Ιούλιο του 2020.
–Από αυτούς οι 98 είχαν πάρει ασπιρίνη την εβδομάδα πριν την εισαγωγή τους, ή τις πρώτες 24 ώρες της νοσηλείας τους.
–Οι επιστήμονες συνέκριναν την πορεία των παραπάνω ασθενών με αυτή 314 ασθενών που δεν είχαν πάρει ασπιρίνη.
Στους ασθενείς που έπαιρναν ασπιρίνη, η μέση ημερήσια δόση ήταν τα 81mg, ενώ η μέση διάρκεια νοσηλείας ήταν οι 6 ημέρες.
Κατά την ανάλυση των δεδομένων, οι επιστήμονες έκαναν προσαρμογή για μία σειρά παράγοντες οι οποίοι μπορεί να επηρεάσουν τη σοβαρότητα της COVID-19, όπως για παράδειγμα:
-η ηλικία,
-το φύλο,
-ο δείκτης μάζας σώματος,
-η φυλή,
-η υπέρταση και,
-ο διαβήτης.
Σύμφωνα με τις παρατηρήσεις της έρευνας, η ασπιρίνη συνδέεται:
-με 43% μειωμένο κίνδυνο εισαγωγής στη ΜΕΘ,
-44% μειωμένο κίνδυνο διασωλήνωσης και,
-47% μειωμένο κίνδυνο θανάτου κατά τη νοσηλεία.
Μεγάλοι και μικροί θρόμβοι
Μία παρατήρηση της έρευνας με ιδιαίτερο ενδιαφέρον ήταν ότι δεν υπήρχε διαφορά στον αριθμό των απεικονιστικών ευρημάτων που παραπέμπουν σε θρόμβωση ανάμεσα στις 2 ομάδες.
Οι απεικονιστικές εξετάσεις μπορούν να ανιχνεύσουν μόνο συγκεκριμένους θρόμβους μεγάλου μεγέθους.
Ωστόσο, όπως υποστήριξαν οι επιστήμονες, ο αριθμός των περιστατικών με τα παραπάνω ευρήματα ήταν πολύ χαμηλός, επομένως το αποτέλεσμα αυτό έχει χαμηλή στατιστική ισχύ.
“Η διάγνωση θρόμβων μικρού μεγέθους χρειάζεται ειδικές απεικονιστικές εξετάσεις οι οποίες δεν είναι δυνατό να γίνουν σε κάθε ασθενή.
Κατά συνέπεια, η παρούσα μελέτη δεν κατάφερε να αποφανθεί αν η ασπιρίνη επηρεάζει το σχηματισμό των παραπάνω θρόμβων“, τονίζει ο κ. Δημητρακόπουλος.
Οι επιστήμονες παραδέχτηκαν ότι το δείγμα που εξέτασαν ήταν σχετικά μικρό.
Επιπλέον, καθώς η μελέτη τους ήταν μία έρευνα παρατήρησης, δεν μπορεί να στοιχειοθετήσει σχέση αιτίας-αποτελέσματος ανάμεσα στην ασπιρίνη και τον κίνδυνο σοβαρής νόσησης από COVID-19.
“Οι ασθενείς που έπαιρναν ασπιρίνη ενδέχεται επίσης να πήραν διαφορετικές θεραπείες, εξ’ αιτίας των υποκειμένων νόσων από τα οποία έπασχαν, γεγονός που μπορεί να επηρέασε τα αποτελέσματα της έρευνας”, καταλήγει ο κ. Δημητρακόπουλος.