Πάνω από το 50% ενός δείγματος ασθενών που ανάρρωσαν από COVID-19 στις ΗΠΑ ανέφεραν συμπτώματα μείζονος κατάθλιψης αρκετούς μήνες μετά την ανάρρωσή τους, σύμφωνα με τα αποτελέσματα μίας νέας έρευνας που δημοσιεύτηκε στο επιστημονικό περιοδικό JAMA Network Open.
Οι επιστήμονες από το Γενικό Νοσοκομείο της Μασαχουσέτης και το Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ εξέτασαν συνολικά 82.319 ενήλικες οι οποίοι νόσησαν από COVID-19 κάποια στιγμή από τον Ιούνιο του 2020 μέχρι τον Ιανουάριο του 2021.
Οι ασθενείς αυτοί απάντησαν στο ερωτηματολόγιο PHQ-9 (Patient Health Questionnaire 9).
Το τελευταίο έχει 9 ερωτήσεις και βγάζει αποτελέσματα σε μία κλίμακα από το 0 μέχρι το 27, με τα σκορ από 10 και πάνω να αντιστοιχούν σε μέτρια ή σοβαρότερη κατάθλιψη.
Κεφαλαλγία, σοβαρότητα των συμπτωμάτων της COVID-19
Συνολικά, σε 3.904 από τους παραπάνω εθελοντές επιβεβαιώθηκε το ιστορικό λοίμωξης COVID-19.
Από αυτούς, οι 2.046 (52.4%) πληρούσαν τα κριτήρια για τη διάγνωση μείζονος κατάθλιψης 4.2 μήνες μετά την εμφάνιση των συμπτωμάτων της COVID-19.
Μετά την προσαρμογή για κοινωνικοδημογραφικούς παράγοντες, όπως η ηλικία, το φύλο, η φυλή, η εθνικότητα, το εισόδημα και ο τόπος κατοικίας, ο παράγοντας που συνδέθηκε ισχυρότερα με την εμφάνιση μετρίων ή σοβαρών συμπτωμάτων κατάθλιψης ήταν η κεφαλαλγία κατά τη διάρκεια της νόσησης από COVID-19 (33% αυξημένος κίνδυνος).
Η σοβαρότητα των συμπτωμάτων της COVID-19 συνδέθηκε επίσης με τον κίνδυνο κατάθλιψης.
Συγκεκριμένα:
–οι ασθενείς που παρουσίασαν μέτρια συμπτώματα είχαν 159% αυξημένο κίνδυνο κατάθλιψης σε σχέση με αυτούς που είχαν ήπια συμπτώματα,
-ενώ οι ασθενείς με σοβαρά συμπτώματα είχαν 408% αυξημένο κίνδυνο.
-Οι άνδρες είχαν μεγαλύτερο κίνδυνο να παρουσιάσουν κατάθλιψη συγκριτικά με τις γυναίκες.
–Η ηλικία φάνηκε επίσης να επηρεάζει τον παραπάνω κίνδυνο, καθώς τα περισσότερα περιστατικά κατάθλιψης εμφανίστηκαν στους νεαρότερους ασθενείς.
«Στα μοντέλα που εξετάσαμε, τα συμπτώματα κατάθλιψης ήταν συχνότερα στα άτομα νεαρότερης ηλικίας, στους άνδρες παρά στις γυναίκες και στους ασθενείς που ανέφεραν σοβαρότερα συμπτώματα COVID-19», ανέφεραν οι επιστήμονες.
Στη μελέτη δεν διαπιστώθηκε σύνδεση ανάμεσα στην ανοσμία και την αγευσία και τον κίνδυνο εμφάνισης κατάθλιψης.
Η μέση ηλικία των ασθενών ήταν τα 38.1 και το 44.3% ήταν γυναίκες.
Στρατηγικές Πρόληψης
Οι συγγραφείς αναφέρθηκαν και σε άλλες μελέτες που έχουν δείξει ότι ένα ποσοστό των ασθενών που αναρρώνουν από COVID-19 παρουσιάζουν διαταραχές της διάθεσης, του ύπνου, του άγχους ή αίσθημα κόπωσης.
“Τα παραπάνω μπορούν να εξηγήσουν σε κάποιο βαθμό την αύξηση στα περιστατικά κατάθλιψης που έχουν διαπιστώσει αρκετές επιδημιολογικές μελέτες στην εποχή της πανδημίας“, επισημαίνει ο κ. Αντώνιος Δημητρακόπουλος, Διευθυντής Γ΄ Παθολογικής Κλινικής Ερρίκος Ντυνάν Hospital
«Τα αποτελέσματά μας προστίθενται στο μεγάλο όγκο δεδομένων που δείχνουν ότι η λοίμωξη COVID-19 μπορεί να έχει και νευροψυχιατρικές συνέπειες», υποστήριξαν οι επιστήμονες.
«Φαίνεται επίσης ότι θα πρέπει να ληφθούν τα κατάλληλα μέτρα πρόληψης προκειμένου να περιοριστεί ο κίνδυνος κατάθλιψης στους ασθενείς που νοσούν από COVID-19».
Τόνισαν, ωστόσο, ότι υπάρχει πιθανότητα οι ασθενείς με κατάθλιψη να θυμούνται ή να αναφέρουν συχνότερα τα επεισόδια της κεφαλαλγίας.
«Αυτή τη στιγμή είναι αδύνατο να συνδέσουμε τα συμπτώματα αυτά με νεοεμφανιζόμενη κατάθλιψη.
Υπάρχει επίσης η πιθανότητα οι ασθενείς με οξεία λοίμωξη να έχουν μειωμένο κίνδυνο να αναρρώσουν από προηγούμενα καταθλιπτικά επεισόδια.
Τέλος, οι ασθενείς με κατάθλιψη μπορεί να διατρέχουν αυξημένο κίνδυνο μόλυνσης με COVID-19».
Όλοι οι παραπάνω παράγοντες μπορεί να επηρέασαν τα αποτελέσματα της έρευνας.