Εξετάζοντας δείγματα ιστών από ασθενείς που κατέληξαν από COVID-19, επιστήμονες από το Βερολίνο θέλησαν να εξερευνήσουν τους μηχανισμούς τους οποίους χρησιμοποιεί ο ιός SARS-CoV-2 για να φτάσει στον εγκέφαλο, καθώς και την απόκριση του ανοσοποιητικού συστήματος όταν ο ιός βρεθεί στο σημείο αυτό.
Όπως διαπίστωσαν, ο ιός εισέρχεται στον εγκέφαλο μέσω των νευρικών κυττάρων που βρίσκονται στο οσφρητικό βλεννογόνο, γεγονός το οποίο κατάφεραν μάλιστα να παρατηρήσουν με το ηλεκτρονικό μικροσκόπιο.
Οι παρατηρήσεις τους δημοσιεύτηκαν στο επιστημονικό περιοδικό Nature Neuroscience.
Είναι πλέον γνωστό ότι ο ιός SARS-CoV-2 δεν επηρεάζει αποκλειστικά το αναπνευστικό σύστημα.
Εκτός από τους πνεύμονες, ο ιός μπορεί να επεκταθεί επίσης στο καρδιαγγειακό, το γαστρεντερικό αλλά και το κεντρικό νευρικό σύστημα.
-Πάνω από το 30% των ασθενών με COVID-19 αναφέρουν νευρολογικά συμπτώματα όπως:
-ανοσμία,
-αγευσία,
-κεφαλαλγία, ίλιγγο και ναυτία.
Σε ορισμένους ασθενείς μάλιστα, μπορεί να εμφανιστούν και σοβαρότερες επιπλοκές, όπως το εγκεφαλικό επεισόδιο.
“Μέχρι σήμερα, οι επιστήμονες πίστευαν ότι οι παραπάνω εκδηλώσεις αποδίδονται στη μόλυνση συγκεκριμένων κυττάρων του εγκεφάλου.
Πώς μπορεί όμως, ο SARS-CoV-2 να φτάσει στα κύτταρα αυτά“, τονίζει ο κ. Αντώνιος Δημητρακουλος, Διευθυντής Γ’ Παθολογικής Κλινικής Ερρίκος Ντυνάν
Στην παρούσα μελέτη, ειδικοί νευροπαθολόγοι, παθολογοανατόμοι, ιατροδικαστές και ιολόγοι εξέτασαν δείγματα ιστών από 33 ασθενείς (μέση ηλικία 72) που είχαν καταλήξει από COVID-19.
Χρησιμοποιώντας εργαλεία τελευταίας τεχνολογίας, ανέλυσαν δείγματα που είχαν απομονωθεί από το οσφρητικό βλεννογόνο, καθώς και 4 άλλες περιοχές του εγκεφάλου.
Τόσο τα δείγματα ιστών όσο και συγκεκριμένα κύτταρα εξετάστηκαν ως προς την παρουσία γενετικού υλικού του SARS-CoV-2, αλλά και της πρωτεΐνης ακίδας η οποία βρίσκεται στην εξωτερική του επιφάνεια.
Οι επιστήμονες απέδειξαν ότι ο ιός μπορεί να μολύνει αρκετές νευροανατομικές δομές οι οποίες συνδέουν τους οφθαλμούς, το στόμα, τη ρίνα και το εγκεφαλικό στέλεχος.
Το υψηλότερο ιικό φορτίο εντοπίστηκε στο οσφρητικό βλεννογόνο.
Τα δείγματα ιστών που εξετάστηκαν στην έρευνα ήταν υψηλής ποιότητας, γεγονός που ουσιαστικά αποδεικνύει ότι ο ιός πράγματι μπορεί να φτάσει στον εγκέφαλο.
«Οι παρατηρήσεις μας επιβεβαιώνουν ότι ο SARS-CoV-2 χρησιμοποιεί το οσφρητικό βλεννογόνο ως σημείο εισόδου στον εγκέφαλο», τόνισαν οι επιστήμονες.
Η θεωρία αυτή υποστηρίζεται επίσης και από την εγγύτητα των κυττάρων του βλεννογόνου, των αγγείων και των νευρικών κυττάρων στην περιοχή αυτή.
Ένας περιορισμός της παρούσας μελέτης είναι ότι εξέτασε αποκλειστικά ασθενείς που κατέληξαν από COVID-19, κατά συνέπεια οι παρατηρήσεις της ενδεχομένως δεν αφορούν ασθενείς με ηπιότερη νόσηση.
Οι επιστήμονες τόνισαν επίσης ότι ο τρόπος που εξαπλώνεται ο ιός μετά τη μόλυνση των νευρικών κυττάρων είναι ακόμα άγνωστος.
Αν και έδειξαν ότι μπορεί να μεταδοθεί από το ένα νευρικό κύτταρο σε άλλο, φαίνεται επίσης ότι μπορεί να εξαπλωθεί και μέσω των αγγείων του εγκεφάλου, καθώς ανακάλυψαν σωματίδια του ιού, στα τοιχώματα των παραπάνω αγγείων.
Όπως εξήγησαν οι επιστήμονες, ο SARS-CoV-2 δεν είναι ο μοναδικός ιός που έχει διαπιστωθεί ότι μπορεί να φτάσει στον εγκέφαλο.
Παραδείγματα ιών που μπορούν επίσης να φτάσουν στο όργανο αυτό είναι ο ιός του απλού έρπητα και ο ιός της λύσσας.
Οι ερευνητές εξέτασαν επίσης την απόκριση του ανοσοποιητικού συστήματος στην παρουσία του ιού SARS-CoV-2.
Συγκεκριμένα, διαπίστωσαν ενεργοποιημένα ανοσιακά κύτταρα τόσο στον εγκέφαλο, όσο και στο οσφρητικό βλεννογόνο, καθώς και στο εγκεφαλονωτιαίο υγρό.
Σε ορισμένους ασθενείς, διαπίστωσαν επίσης βλάβες στους ιστούς οι οποίες είχαν προκληθεί από ένα εγκεφαλικό επεισόδιο ως αποτέλεσμα θρομβοεμβολής.
Εξηγήθηκε η εμφάνιση αγευσίας και ανοσμίας
Όπως υποστήριξαν, η παρουσία του ιού στα νευρικά κύτταρα του οσφρητικού βλεννογόνου μπορεί να εξηγήσει τα νευρολογικά συμπτώματα που εμφανίζουν αρκετοί ασθενείς με COVID-19, όπως η ανοσμία και η αγευσία.
Στη μελέτη τους, παρατήρησαν επίσης σωματίδια του SARS-CoV-2 σε περιοχές του εγκεφάλου που ελέγχουν ζωτικές λειτουργίες, όπως η αναπνοή.
Όπως υποστήριξαν, το γεγονός αυτό μπορεί να επιδεινώσει τα συμπτώματα από το αναπνευστικό σύστημα, όπως η δύσπνοια.
Αντίστοιχες επιδράσεις μπορεί να εμφανιστούν και στο καρδιαγγειακό σύστημα.