Η έκθεση στη γύρη μπορεί να αυξήσει τον κίνδυνο λοίμωξης με COVID-19, σύμφωνα με τα αποτελέσματα μίας νέας έρευνας που δημοσιεύτηκε πριν λίγες ημέρες στο επιστημονικό περιοδικό Proceedings of the National Academy of Sciences.
Όπως υποστηρίζει η έρευνα, η σύνδεση αυτή παρατηρείται και στους ασθενείς που δεν έχουν αλλεργίες.
Πού αποδίδεται, όμως, η παραπάνω σύνδεση και ποιο ρόλο έχει παίξει η κλιματική αλλαγή στις εποχές της γύρης;
Πώς συνδέεται η γύρη με τον SARS-CoV-2
“Μία από τις σημαντικότερες παρατηρήσεις της παρούσας μελέτης είναι ότι η γύρη μπορεί να επηρεάσει τη σοβαρότητα της νόσησης από COVID-19”, αναφέρει ο κ. Αντώνιος Δημητρακόπουλος – Διευθυντής Γ’ Παθολογικής Κλινικής Ερρίκος Ντυνάν Hospital, προσθέτοντας:
“Πριν μερικά χρόνια, μία έρευνα είχε δείξει ότι η γύρη μπορεί να καταστείλει την απόκριση του ανοσοποιητικού συστήματος στους ιούς.
Παρεμβαίνοντας στη λειτουργία των πρωτεϊνών που εκκινούν την ανοσιακή απόκριση στους αεραγωγούς, η γύρη μπορεί να αυξήσει την ευαισθησία του ξενιστή σε μία σειρά ιούς του αναπνευστικού συστήματος από τη γρίπη μέχρι τον SARS-CoV-2″.
Η παρούσα μελέτη επικεντρώθηκε αποκλειστικά στην COVID-19.
Οι επιστήμονες θέλησαν να εξετάσουν πως μεταβάλλονται τα ποσοστά νέων λοιμώξεων ανάλογα με τα επίπεδα της γύρης σε 31 χώρες.
Όπως διαπίστωσαν, το 44% περίπου της διαφοροποίησης των περιστατικών COVID-19 συνδεόταν άμεσα με την έκθεση στη γύρη, καθώς και τις μεταβολές της υγρασίας και της θερμοκρασίας.
Συγκεκριμένα, τα ποσοστά των λοιμώξεων παρουσίαζαν αύξηση 4 ημέρες μετά από μία ημέρα με υψηλά επίπεδα γύρης.
Αν δεν υπήρχε lockdown στη χώρα, τα ποσοστά νέων λοιμώξεων παρουσίαζαν αύξηση της τάξεως του 4% ανά 100 κόκκους γύρης σε ένα κυβικό μέτρο αέρα.
Στις χώρες με αυστηρό lockdown, η αύξηση αυτή ήταν 50% χαμηλότερη.
“Ο αυξημένος κίνδυνος από την έκθεση στη γύρη δεν παρατηρήθηκε μόνο στους ασθενείς με αλλεργίες.
Σύμφωνα με τους επιστήμονες της έρευνας, σχετίζεται με την αντίδραση του οργανισμού στη γύρη ανεξαρτήτως αλλεργιών.
Μάλιστα, ακόμα και η γύρη που δεν σχετίζεται με αλλεργικές αντιδράσεις φάνηκε ότι αυξάνει τον κίνδυνο COVID-19“, σημειώνει ο κ. Δημητρακόπουλος.
Ποια μέτρα προφύλαξης μπορούμε να λάβουμε;
-Τις ημέρες με αυξημένα επίπεδα γύρης, προσπαθήσετε να παραμείνετε στο σπίτι έτσι ώστε να περιορίσετε την έκθεσή σας στη γύρη στο βαθμό που αυτό είναι δυνατό.
–Όταν βγείτε από το σπίτι, φοράτε πάντοτε μάσκα, καθώς τα σωματίδια της γύρης είναι πολύ μεγάλα και δεν μπορούν να τη διαπεράσουν.
-Αν φτερνίζεστε ή βήχετε προτιμήστε τη χειρουργική μάσκα.
–Αν είστε ασυμπτωματικός φορέας της COVID-19, το φτέρνισμα που προκαλεί η γύρη αυξάνει τον κίνδυνο μετάδοσης του ιού σε άλλα άτομα.
Επιπλέον, τα ήπια περιστατικά της COVID-19 μπορεί να αποδοθούν λανθασμένα σε αλλεργίες.
Γιατί η εποχή της γύρης έχει πλέον μεγαλύτερη διάρκεια;
Η κλιματική αλλαγή έχει επηρεάσει τη γύρη με 3 τρόπους, εξηγεί ο κ. Δημητρακόπουλος.
–Πρώτον, η εποχή της γύρης αρχίζει νωρίτερα.
Γνωρίζουμε πλέον ότι οι αλλαγές της άνοιξης ξεκινούν νωρίτερα με αποτέλεσμα να ανιχνεύονται σωματίδια της γύρης ακόμα και από τα τέλη του χειμώνα.
-Δεύτερον, η εποχή της γύρης έχει συνολικά μεγαλύτερη διάρκεια.
“Την άνοιξη, η μεγαλύτερη ποσότητα της γύρης προέρχεται από τα δέντρα, το καλοκαίρι από το γρασίδι και το φθινόπωρο από το φυτό της αμβροσίας.
Και τις 3 παραπάνω εποχές, η διάρκεια έκλυσης γύρης είναι 20 ημέρες μεγαλύτερη σε σχέση με το 1990.
Όσο πιο πολύ απομακρυνόμαστε από τον Ισημερινό, τόσο ταχύτερα αυξάνεται η μέση θερμοκρασία με αποτέλεσμα η εποχή της γύρης να παρατείνεται ακόμα περισσότερο“, σημειώνει ο κ. Δημητρακόπουλος.
–Τρίτον, έχει αυξηθεί και η ποσότητα της γύρης.
Τα 3 παραπάνω φαινόμενα περιγράφηκαν από μία έρευνα που δημοσιεύτηκε το Φεβρουάριο.
Καθώς η κλιματική αλλαγή οδηγεί σε αύξηση των επιπέδων της γύρης, το ίδιο αναμένεται να συμβεί και με την ευαισθησία των ανθρώπων στις λοιμώξεις του αναπνευστικού.
Οι αλλαγές στην εποχή της γύρης συμβαίνουν εδώ και αρκετές δεκαετίες.
“Όταν οι επιστήμονες της παρούσας μελέτης εξέτασαν τα δεδομένα σχετικά με τις διακυμάνσεις των επιπέδων της γύρης τα προηγούμενα χρόνια, διαπίστωσαν ότι τα επίπεδα αυτά αυξάνονται σταδιακά εδώ και περισσότερα από 30-40 χρόνια“, καταλήγει ο κ. Δημητρακόπουλος.