Από την αρχή της πανδημίας του κοροναϊού, πολλές ήταν οι διαμάχες που ξέσπασαν σχετικά με την σωστή εργαστηριακή διάγνωση: Ποια μέθοδος θα πρέπει να διεξαχθεί, σε ποιες πληθυσμιακές ομάδες και πόσο συχνά;
Τώρα, οι επιδημιολόγοι και οι ειδικοί στη δημόσια υγεία ξεκινούν έναν νέο κύκλο συζητήσεων.
Υποστηρίζουν ότι τα διαγνωστικά εργαστήρια θα πρέπει να αναφέρουν στο απαντητικό δελτίο όχι μόνο εάν το δείγμα είναι θετικό, αλλά και έναν αριθμό γνωστό ως αριθμό κύκλων θετικοποίησης (CT), ο οποίος υποδεικνύει το ιικό φορτίο που φέρει ένα μολυσμένο άτομο.
Αξιολογώντας τις τιμές CT
Οι τυπικές μοριακές μέθοδοι αναγνωρίζουν τη λοίμωξη από τον SARS-CoV-2 μέσω της απομόνωσης και ενίσχυσης/πολλαπλασιασμού του ιικού RNA, χρησιμοποιώντας μια διαδικασία γνωστή ως αλυσιδωτή αντίδραση πολυμεράσης (PCR).
Η μέθοδος αυτή βασίζεται σε εφαρμογή διαδοχικών πολλαπλών κύκλων θερμικής ενίσχυσης (~40 κύκλοι) που προάγουν τον πολλαπλασιασμό του RNA ώστε να παραχθεί μια ποσότητα ικανή να ανιχνευτεί από τον αναλυτή.
Η τιμή CT είναι ο αριθμός θερμικών κύκλων που απαιτούνται για την ανίχνευση του γονιδιώματος ιού.
Εάν ένα θετικό σήμα δεν εμφανίζεται μετά από 40 κύκλους, το τεστ είναι αρνητικό. “Ωστόσο, το ίδιο δείγμα μπορεί να δώσει διαφορετικές τιμές CT σε διαφορετικούς μοριακούς αναλυτές ή διαφορετικές μοριακές μεθόδους.
Επίσης, διαφορετικά κλινικά δείγματα (φαρυγγικά, ρινοφαρυγγικά κλπ.) και διαφορετικές ποσότητες κλινικού δείγματος κατά τη δειγματοληψία από το ίδιο άτομο μπορούν επίσης να δώσουν διαφορετικά αποτελέσματα CT”, αναφέρει η Βασιλική Πιτυρίγκα, Βιοπαθολόγος, Διευθύντρια Διαγνωστικών Εργαστηρίων Ερρίκος Ντυνάν Hospital Center, προσθέτοντας ότι:
“Είναι λοιπόν σαφές ότι η τιμή CT δεν αποτελεί μια απόλυτη κλίμακα και αυτό κάνει πολλούς κλινικούς και εργαστηριακούς γιατρούς δικαίως επιφυλακτικούς στη χρήση και ερμηνεία του”.
Θετικοί στον ιό αλλά όχι μεταδοτικοί
Οι πρώτες μελέτες έδειξαν ότι οι ασθενείς κατά τις πρώτες ημέρες της λοίμωξης έχουν τιμές CT συχνά κάτω των 20, υποδεικνύοντας υψηλό επίπεδο ιού.
Καθώς το σώμα «καθαρίζει» τον κοροναϊό, οι τιμές CT αυξάνονται σταδιακά.
Οι ερευνητές υποστηρίζουν ότι ένα υψηλό ιικό φορτίο συνδέεται σημαντικά με τη μεταδοτικότητα ενός ατόμου.
Μελέτες που διεξήχθησαν για να εξετάσουν αν ο ιός είναι ζωντανός και αναπαράγεται σε κυτταροκαλλιέργειες, (υποδεικνύοντας ότι οι ασθενείς ήταν μολυσματικοί) διαπίστωσαν ότι το 70% των δειγμάτων με τιμές CT <=25 μπορούν να καλλιεργηθούν (δηλ. να αναπαραχθούν), σε σύγκριση με λιγότερο από το 3% των περιπτώσεις με τιμές CT > 35.
Με βάση αυτό το στοιχείο, πολλοί ασθενείς COVID 19 που συχνά προκύπτουν θετικοί PCR για εβδομάδες ή ακόμα και μήνες μετά την ανάρρωσή τους, αλλά έχουν υψηλές τιμές CT, είναι πολύ πιθανόν να μην είναι πλέον μεταδοτικοί και η PCR να έχει εντοπίσει γενετικό υλικό από μη μολυσματικά ιικά υπολείμματα (κυτταρικά θραύσματα).
Σε ερευνητικό επίπεδο
Η ευρεία πρόσβαση στις τιμές CT θα μπορούσε επίσης να βοηθήσει τους επιδημιολόγους να εντοπίσουν έγκαιρα επιδημικές εξάρσεις σε τοπικό επίπεδο.
Πρόσφατες μελέτες έχουν επίσης δείξει ότι οι τιμές CT θα μπορούσαν να καθοδηγήσουν τους κλινικούς γιατρούς να εντοπίσουν ασθενείς που διατρέχουν μεγαλύτερο κίνδυνο για εμφάνιση σοβαρής νόσου και θάνατο.
Άλλοι ερευνητές υποστηρίζουν ότι η πρόσβαση σε τιμές CT θα μπορούσε να βοηθήσει τους κλινικούς ιατρούς να εντοπίσουν άτομα που διατρέχουν υψηλό κίνδυνο εμφάνισης συμπτωμάτων.
Ωστόσο, άλλοι σημειώνουν ότι ένα υψηλό ιικό φορτίο δεν οδηγεί απαραίτητα σε συμπωματική λοίμωξη.
Περίπου το 40% των ατόμων που προσβάλλονται από SARS-CoV-2 παραμένουν ασυμπτωματικοί, παρόλο που έχουν παρόμοια ποσότητα ιού με συμπτωματικούς ασθενείς.
Καταλήγουμε λοιπόν στο συμπέρασμα ότι αν και η χρήση των τιμών CT δεν είναι το μόνο στοιχείο που θα χρησιμοποιηθεί για την παρακολούθηση και πρόγνωση των ασθενών, η πληροφορία που μας παρέχουν σε ορισμένες περιπτώσεις είναι εξαιρετικά χρήσιμη.