Εντοπίστηκαν μεταλλάξεις (γενετικές παραλλαγές) στο DNA ασθενών που σχετίζονται με ανάπτυξη βαριάς μορφής της νόσου COVID-19.
Η ανακάλυψη αυτή θα μπορούσε να συμβάλει να διερευνηθούν νέα, καθώς και υπάρχοντα φάρμακα που θα βοηθήσουν τους ασθενείς να επιβιώσουν από σοβαρή πολυσυστημική ασθένεια.
Γνωρίζουμε ότι η ηλικία, το φύλο και η παρουσία υποκείμενης νόσου είναι κύριοι παράγοντες που επηρεάζουν την έκβαση της λοίμωξης με COVID-19.
Στα υποκείμενα νοσήματα περιλαμβάνονται καρδιοπάθειες, χρόνια αναπνευστικά νοσήματα, αυτοάνοσα νοσήματα (ασθενείς με ρευματοειδή αρθρίτιδα, ψωρίαση, κλπ.), αρρύθμιστος σακχαρώδης διαβήτης, μη ρυθμισμένη υπέρταση, νεφροπάθειες και η παχυσαρκία.
Οι παράγοντες όμως αυτοί δεν αρκούν για να εξηγήσουν πλήρως την ετερογένεια στα κλινικά συμπτώματα που παρατηρούνται στη νόσο.
Μήπως το μυστικό της απάντησης σε αυτά τα ερωτήματα κρύβεται και στο DNA μας; Υπάρχουν πλέον αρκετές μελέτες που υποδεικνύουν ότι μεταλλάξεις σε γονίδια (DNA) μας επηρεάζουν τόσο την ευαισθησία μόλυνσης από τον νέο κορωνοϊό, όσο και την πιθανή εκδήλωση σοβαρών κλινικών συμπτωμάτων COVID-19.
Στο κορυφαίο επιστημονικό περιοδικό Nature παρουσιάζεται μία ακόμη σπουδαία μελέτη που διευκρινίζει γιατί μερικοί άνθρωποι διατρέχουν μεγαλύτερο κίνδυνο μιας λοίμωξης να εξελιχθεί σε απειλητική για τη ζωή κατάσταση.
Προς τούτο, οι ερευνητές ανέλυσαν μεταλλάξεις στα γονιδιώματα (στο DNA) 2.244 ασθενών με σοβαρή ασθένεια COVID στη Βρετανία.
Έπειτα, συνέκριναν τη γενετική τους σύνθεση με αυτή μιας ομάδας ελέγχου και εντόπισαν οκτώ αλληλουχίες DNA που ήταν πιο συχνές μεταξύ των ασθενών με COVID-19.
Διαπίστωσαν ότι αυτές οι αλληλουχίες DNA εμπλέκονται στη φλεγμονώδη απόκριση του σώματος και πώς το ανοσοποιητικό σύστημα καταπολεμά παθογόνα, όπως τον νέο κορωνοϊό.
Ειδικότερα, επισήμαναν συγκεκριμένα γονίδια, π.χ. το γονίδιο που κωδικοποιεί την κινάση της τυροσίνης 2 (TYK2), το γονίδιο που σχετίζεται με τον χημειοτακτικό υποδοχέα μονοκυττάρων/μακροφάγων CCR2 και το γονίδιο που καθορίζει τον υποδοχέα ιντερφερόνης IFNAR2, που διαδραματίζουν κρίσιμο ρόλο στην εκδήλωση σοβαρών κλινικών συμπτωμάτων της νόσου COVID-19.
Για παράδειγμα, το γονίδιο TYK2 σχετίζεται με φλεγμονώδεις αποκρίσεις που είναι γνωστό ότι προκαλούν την «καταιγίδα κυτοκίνης (κυτταροκίνης)», που είναι υπεύθυνη για το θάνατο ακόμη και νεότερων ασθενών που προσβάλλονται από αυτήν την ασθένεια.
Η υψηλή έκφραση δηλαδή αυτού του γονιδίου, σχετίζεται με σοβαρή νόσο Covid-19.
Η υψηλή έκφραση του χημειοτακτικού υποδοχέα μονοκυττάρων/μακροφάγων CCR2 σχετίζεται, επίσης, με σοβαρή νόσο Covid-19.
Οι συγγραφείς σημείωσαν ότι υπάρχει θεραπεία σε κλινικές δοκιμές που περιορίζει ή αναστέλλει την έκφραση του γονίδιου CCR2, μια πρωτεΐνη που εμπλέκεται στην ανοσοαπόκριση.
Αυτά τα χημικά είναι γνωστά ως αναστολείς JAK (κινάσες Janus) και συχνά συνταγογραφούνται για χρόνιες ασθένειες, όπως ο καρκίνος και η αρθρίτιδα.
Οπότε μπορούν να αναπτυχθούν θεραπείες που μπορούν να μπλοκάρουν (να αναστείλουν) τη βιοσύνθεση αυτού του υποδοχέα αυτόν και ως εκ τούτου να αποτελέσουν μια θεραπευτική επιλογή.
H χαμηλή, επίσης, έκφραση του γονίδιου του υποδοχέα της ιντερφερόνης-2 (IFNAR2) είναι απειλητική για τη ζωή ασθένεια Covid-19.
Ερευνητική ομάδα Ελλήνων επιστημόνων από τη Βιοϊατρική αναδεικνύει την επιρροή του DNA του ανθρώπου στην σοβαρότητα της νόσου, μελετώντας άλλο γονίδιο, το IFNAR3, που καθορίζει ιντερφερόνη.
Σε προηγούμενες μελέτες είχε διαπιστωθεί ότι άτομα με ομάδα αίματος τύπου Α είχαν 45% υψηλότερο κίνδυνο ανάπτυξης της νόσου COVID-19 σε σύγκριση με άτομα με άλλες ομάδες αίματος (Β και ΑΒ).
Από την άλλη, τα άτομα με ομάδα αίματος Ο είχαν 35% χαμηλότερο κίνδυνο να παρουσιάσουν σοβαρή μορφή COVID-19.
Στο άρθρο αυτό δεν διαπιστώθηκε στατιστικά σημαντική συσχέτιση.
Οι συγγραφείς θεωρούν ότι αυτό το γονίδιο μπορεί να σχετίζεται με την ευαισθησία στην λοίμωξη από τον νέο κορωνοϊό, αλλά όχι σε εκδήλωση σοβαρής ασθένειας νόσου COVID-19.
Τέλος, επειδή υπάρχει διαφοροποίηση στις συχνότητες των μεταλλάξεων ανάμεσα σε πληθυσμιακές ομάδες της Ευρώπης εξυπακούεται ότι οι διάφοροι πληθυσμοί μπορεί να είναι περισσότερο ή λιγότερο ευάλωτοι στη μόλυνση στον κορωνοϊό και την εκδήλωση ή μη βαριάς μορφής COVID-19.
Οπότε, η δημιουργία ενός προληπτικού γενετικού τεστ θα αποτιμούσε το εξατομικευμένο γενετικό ρίσκο του καθενός και θα έκανε τη διαφορά στην πρόγνωση της ασθένειας, επιτρέποντας ταχύτερες και πιο προσαρμοσμένες θεραπευτικές αποφάσεις.
Τα αποτελέσματά της εργασίας εντοπίζουν ισχυρά γενετικά σήματα που σχετίζονται με βασικούς μηχανισμούς άμυνας του ξενιστή/ανθρώπου κατά των ιών και μεσολαβητές φλεγμονής βλάβης οργάνων στη νόσο COVID-19.
Και οι δύο μηχανισμοί μπορεί να επιδέχονται στοχευμένη θεραπεία με υπάρχοντα φάρμακα.
Οι τυχαιοποιημένες κλινικές δοκιμές μεγάλης κλίμακας θα είναι απαραίτητες πριν από οποιαδήποτε αλλαγή στην κλινική πρακτική.
Δύο από τους συγγραφείς του άρθρου είναι Έλληνες (Athanasios Kousathanas, Loukas Moutsianas) και εργάζονται στο Genomics England, London, UK.
Του Κωνσταντίνου Τριανταφυλλίδη, Ομότιμου Καθηγητή Γενετικής Α. Π. Θ.