Η χρήση μάσκας που έχει επιβληθεί ως μέτρο προστασίας από τον νέο κορωνοϊό έχει φέρει αλλαγή της συμπεριφοράς μας σχετικά με το πόσο συχνά αγγίζουμε το πρόσωπό μας.
Έρευνα επιβεβαίωσε, ότι ένα μεγάλο μέρος του παγκόσμιου πληθυσμού έχει κάνει εκτεταμένη χρήση της κατά τη διάρκεια της πανδημίας COVID-19.
Η υιοθέτηση του μέτρου είχε ως αποτέλεσμα οι πολίτες να σταματήσουν να αγγίζουν τόσο συχνά τα μάτια, τη μύτη και το στόμα τους, συμπεριφορά που είναι γνωστό ότι αποτρέπει τη μετάδοση του SARS-CoV-2.
Εάν η νεοαποκτηθείσα αυτή συνήθεια παραμείνει και μετά τη λήξη της πανδημίας θα μπορούσε να αποδειχθεί ένας αποτελεσματικός τρόπος προστασίας του οργανισμού από διάφορες συστηματικές αλλά και δερματικές λοιμώξεις.
«Η νόσος COVID-19 έχει εξαπλωθεί σε όλο τον κόσμο, με περισσότερα από 58 εκατομμύρια κρούσματα και σχεδόν 1,4 εκατομμύρια θανάτους παγκοσμίως.
Με τα σημερινά δεδομένα, η κύρια οδός μετάδοσης είναι τα σταγονίδια που περιέχουν τον ιό (>5 μm) και τα αερολύματα (<5μm)) που παράγονται όταν ένα μολυσμένο άτομο βήχει ή φτερνίζεται.
Ως προληπτικά μέτρα ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας έχει συστήσει να αποφεύγεται το άγγιγμα των ματιών, της μύτης και του στόματος, να διατηρείται απόσταση 2 μέτρων μεταξύ των ανθρώπων και ο σωστός και τακτικός καθαρισμός των χεριών.
Οι κυβερνήσεις έχουν υιοθετήσει τις συστάσεις των ειδικών για χρήση μάσκας, μέτρο που έχει βρει ένα ποσοστό του κοινού αντίθετο.
Ωστόσο έχει αποδειχθεί εξαιρετικά αποτελεσματικό», σημειώνει ο Δερματολόγος-Αφροδισιολόγος δρ Χρήστος Στάμου.
Λίγα, όμως, ήταν γνωστά για το εάν οι υφασμάτινες και οι χειρουργικές μάσκες μπορούν να περιορίσουν τη μετάδοση του SARS-CoV-2 επειδή αποτρέπει τον χρήστη να αγγίξει το πρόσωπό του και του υπενθυμίζει τον κίνδυνο κάθε φορά που νιώθει την ανάγκη να το πράξει.
Έτσι κινέζοι επιστήμονες αποφάσισαν να ερευνήσουν την υπόθεση.
Για τις ανάγκες της μελέτης χρησιμοποίησαν βίντεο που λήφθηκαν σε σταθμούς δημόσιας συγκοινωνίας, δρόμους και πάρκα στην Κίνα, την Ιαπωνία, τη Νότια Κορέα, τη Δυτική Ευρώπη (π.χ. Αγγλία, Γαλλία, Γερμανία, Ισπανία και Ιταλία), και τις ΗΠΑ για να αναλύσουν τη συμπεριφορά της χρήσης μάσκας και του αγγίγματος του προσώπου σε δημόσιους χώρους πριν από την πανδημία και κατά τη διάρκειά της.
Στη μελέτη παρατηρήθηκαν οι συμπεριφορές 4.699 ατόμων πριν από την πανδημία και 2.887 ατόμων κατά τη διάρκειά της.
Τα ευρήματα έδειξαν ότι η χρήση μάσκας αυξήθηκε σε όλες τις περιοχές κατά την περίοδο της μελέτης.
Ενδεικτικά, στην ηπειρωτική Κίνα αυξήθηκε από 1,1% σε 99,4%, στη Νότια Κορέα από 0,8% έως σε 85,5%, στη Δυτική Ευρώπη από 0,2% σε 1,6% και στις ΗΠΑ από 0,4% σε 2,1%.
Οι συμπεριφορές αγγίγματος του προσώπου μειώθηκαν κατά τη διάρκεια της COVID-19 στην Κίνα από 4,1% σε 1,1%, στη Νότια Κορέα από 11,2% σε 2,2%, και στην Ευρώπη από 11,4% σε 6,1%.
Σύμφωνα με τον δρ Στάμου, εάν αυτή καλή συνήθεια διατηρηθεί και πέραν της πανδημίας θα βοηθήσει στη μείωση και άλλων λοιμώξεων, αφού τα χέρια θεωρούνται ένας συχνός φορέας μετάδοσης και επιδείνωσής τους.
Μελέτη σε φοιτητές
«Η καλή υγιεινή τους πριν και μετά την επαφή τους με το πρόσωπο είναι επιτακτική για την αποφυγή της μόλυνσης.
Από μια μελέτη που πραγματοποιήθηκε σε 26 φοιτητές ιατρικής, διαπιστώθηκε ότι αγγίζουμε το πρόσωπό μας πολύ συχνά.
Οι φοιτητές ακούμπησαν το πρόσωπό τους 2.346 φορές σε διάστημα 240 λεπτών!
Από τα αγγίγματα αυτά, το 56% αφορούσε επαφή στο δέρμα, ενώ το 44% σε βλεννογόνους.
Τα περισσότερα αγγίγματα στο δέρμα ήταν το πηγούνι (31%), το μάγουλο (29%), τα μαλλιά (28%), το λαιμό (8%), και το αφτί (4%).
Από τα αγγίγματα σε βλεννογόνους, το 36% ήταν στο στόμα, το 31% στη μύτη, στο 27% στα μάτια και το 6% σε περισσότερα από ένα σημεία.
Κατά τη διάρκεια μιας μέσης ώρας οι συμμετέχοντες άγγιξαν το πρόσωπό τους 23 φορές!
Βλέπουμε λοιπόν ότι ακόμα και οι άνθρωποι που γνωρίζουν πόσο εύκολα μπορεί να μεταδοθεί ένα μικρόβιο ή ένας ιός από μολυσμένα χέρια, κάνουν ασυναίσθητα την κίνηση να αγγίξουν το πρόσωπό τους πάρα πολύ συχνά.
Πόσο μάλλον ο μέσος άνθρωπος που ούτε γνώστης είναι ούτε εκπαιδευμένος», σημειώνει ο δρ Στάμου και εξηγεί:
«Κατά τη διάρκεια της ημέρας τα χέρια μας έρχονται σε επαφή με εκατομμύρια μικρόβια, βακτήρια και ιούς.
Αυτά μεταφέρονται από τα δάχτυλα στο δέρμα μέσω της άμεσης επαφής.
Η συνέπεια αυτής της συνήθειας για παράδειγμα σε όσους υποφέρουν από ακμή είναι η εξάπλωση των βακτηριδίων που δημιουργούνται από την υπερέκκριση του σμήγματος και το φράξιμο των πόρων και τελικά η έξαρση των συμπτωμάτων της πάθησης.
Μπορεί η θεραπεία της ακμής να είναι στις μέρες μας πιο απλή με τη είσοδο της φωτοθεραπείας στην κλινική πρακτική και ειδικά με την πρωτοποριακή, αποδεδειγμένη θεραπεία Dermalux, ωστόσο η πρόληψη είναι η καλύτερη θεραπεία.
Επίσης μπορεί να επιδεινώσει τη δερματίτιδα εξ επαφής ή να μεταδώσει τον απλό έρπητα π.χ. από το στόμα στο μάτι, το οποίο θα μπορούσε να οδηγήσει σε ερπητική κερατίτιδα, η οποία με τη σειρά της μπορεί να οδηγήσει σε τύφλωση.
Εκτός από δερματικές παθήσεις, το τρίψιμο του δέρματος με το χέρι μπορεί να προκαλέσει και αισθητικά προβλήματα.
Μπορεί να επιφέρει μικροσκοπικά σκισίματα στον δερματικό ιστό, κάνοντας την περιοχή των ματιών να φαίνεται γηραιότερη, να σπάσει τα τριχοειδή στα βλέφαρα ή κάτω από το μάτι, εντείνοντας τους μαύρους κύκλους».
Καταλήγοντας ο δρ Χρήστος Στάμου, τονίζει: «Μέσα, λοιπόν, στις αρνητικές επιπτώσεις της πανδημίας, υπάρχει και μια θετική εξέλιξη που θα μπορούσε να προστατεύσει από διάφορες δερματικές παθήσεις ή να αποτρέψει την επιδείνωσή τους».