«Μετά από μια κρίσιμη εβδομάδα που πέρασε, μας περιμένει μια ακόμα δύσκολη εβδομάδα» σημείωσε η λοιμωξιολόγος αναφέροντας στοιχεία για τις προηγούμενες ημέρες. «Είδαμε μια εξαιρετική αύξηση στις εισαγωγές στις ΜΕΘ και το ΕΣΥ να πιέζεται όσο ποτέ. Είδαμε το μέσο όρο της ηλικίας των ασθενών που νοσηλεύονται στις ΜΕΘ να έχει μειωθεί στα 64 χρόνια και τους γιατρούς των ΜΕΘ να αναφέρουν ότι βλέπουν ασθενείς κάτω των 60 και νεαρούς ενήλικες να νοσηλεύονται στις μονάδες εντατικής θεραπείας. Είδαμε υπερδιπλασιασμό στο μέσο ημερήσιο απολογισμό των συνανθρώπων μας που χάθηκαν» είπε η κ. Παπαευαγγέλου και εξήγησε ότι «αυτά που βλέπουμε σήμερα είναι το αποτέλεσμα της εξαιρετικής αύξησης των κρουσμάτων που είχαμε το τελευταίο 15ημερο».
«Αυτό που χαρακτηρίζει την επιδημιολογική εικόνα στη χώρα μας είναι η μεγάλη διασπορά στον πληθυσμό σε όλη την επικράτεια» επισήμανε και προσέθεσε ότι «το επιδημιολογικό φορτίο είναι μεγάλο αλλά είναι απολύτως στο χέρι μας να το μετριάσουμε».
«Αν και ο μέσος όρος ηλικίας των νέων κρουσμάτων υπολογίζεται στα 42 χρόνια, την τελευταία εβδομάδα έχει γίνει διάγνωση λοίμωξης από κορονοϊό σε εθνικό επίπεδο σε παραπάνω από 2.500 συνανθρώπους μας που είναι άνω των 65 ετών και αυτό όπως καταλαβαίνετε σημαίνει συνεχιζόμενη πίεση στα νοσοκομεία μας» υπογράμμισε η κ. Παπαευαγγέλου.
«Σήμερα πια όλοι έχουμε έναν γνωστό στο άμεσο περιβάλλον μας που είτε έχει νοσήσει, είτε έχει εκτεθεί άμεσα ή είχε στενή επαφή με κάποιο επιβεβαιωμένο κρούσμα, συνεπώς θα πρέπει να δείξουμε άμεσα, σήμερα, τώρα, την απαραίτητη σύνεση, να μειώσουμε τις μη απαραίτητες μετακινήσεις και να τηρούμε σχολαστικά την καθολική χρήση της μάσκας» δήλωσε εμφατικά η κ. Παπαευαγγέλου και συμπλήρωσε ότι «πρέπει με κάθε κόπο, με κάθε θυσία να ανακοπεί η μετάδοση περαιτέρω».
Όμως «αυτό δεν σημαίνει ότι θα πρέπει να αποξενωθούμε, ότι θα πρέπει να φοβόμαστε τον διπλανό μας αλλά ότι πρέπει να προσέχουμε και να αποδεχτούμε ότι θα μάθουμε να ζούμε με την μάσκα μέσα και έξω από το σπίτι για κάποιους μήνες» υπογράμμισε.
Κατόπιν η κ. Παπαευαγγέλου αναφέρθηκε σε επιστήμονες, όπως ο Έλληνας καθηγητής του ΜΙΤ, ο κ. Κέλλης, οι οποίοι «εκφράζουν την άποψη ότι η μάσκα όχι μόνο μειώνει τη μετάδοση αλλά και την ποσότητα του ιικού φορτίου που εισπνέουμε και συνεπώς είναι πιθανόν ότι ο ασθενής ακόμα και αν κολλήσει, θα έρθει σε επαφή με μικρότερη δόση του ιού, γεγονός που θα έχει σαν αποτέλεσμα να καταφέρει να καταπολεμήσει καλύτερα τη λοίμωξη αυτή».
«Ελπίζουμε, με βάση τα δεδομένα που έχουμε από τον ΕΟΔΥ, ότι την επόμενη Δευτέρα θα μπορούμε να αρχίσουμε να χαμογελάμε και να ελπίζουμε ότι σιγά σιγά μέσα στις επόμενες δύο εβδομάδες θα μειωθεί ο αριθμός των διασωληνωμένων και των συνανθρώπων μας που χάνονται από τον νέο κορονοϊό» υπογράμμισε η κ. Παπαευαγγέλου.
«Ήδη οι προσπάθειες μας φαίνεται ότι έχουν αρχίσει να αποδίδουν. Βλέπουμε μια αρχόμενη εικόνα σταθεροποίησης, γεγονός που μας δίνει την ελπίδα ότι αν τηρήσουμε τα μέτρα θα μπορέσουμε σιγά σιγά να άρουμε κάποιους από τους περιορισμούς» σημείωσε η λοιμωξιολόγος.
Στη συνέχεια, η κ. Παπαευγγέλου έκανε μια εκτενή αναφορά στα παιδιά και την πρωτοβάθμια εκπαίδευση προκειμένου να απαντήσει σε πολλά ερωτήματα που έχουν τεθεί. Τα δημοτικά σχολεία «παρέμεναν ανοιχτά μέχρι σήμερα γιατί είναι καλά τεκμηριωμένο ότι τα μικρά παιδιά, ιδιαίτερα αυτά που είναι μικρότερα των 10 ετών, μεταδίδουν στο περιβάλλον πολύ λιγότερο από ότι οι έφηβοι και οι ενήλικες» τον ιό, είπε η κ. Παπαευαγγέλου η οποία είναι παιδίατρος-λοιμωξιολόγος.
«Η ενδοοικογενειακή μετάδοση είναι χαμηλή, ιδιαίτερα όταν το πρώτο κρούσμα μέσα στο σπίτι είναι παιδί κάτω των 9 ετών» επεσήμανε η κ. Παπαευγγέλου προσθέτοντας ότι «αυτό είναι γνωστό τόσο στη διεθνή βιβλιογραφία, όσο και από μελέτες που έγιναν εδώ στη χώρα μας». Όπως εξήγησε η λοιμωξιολόγος «μια μεγάλη μελέτη που δημοσιεύτηκε τον Σεπτέμβριο και συνέθεσε τα βιβλιογραφικά δεδομένα από πολλές μελέτες και περιέλαβε δεδομένα από περισσότερες από 300 χιλιάδες άτομα, έδειξε ότι τα παιδιά κάτω των 14 ετών μεταδίδουν πολύ λιγότερο στις στενές επαφές τους σε σχέση με τους μεγαλύτερους εφήβους και τους ενήλικες» επεσήμανε η κ. Παπαευαγγέλου.
«Τα ίδια έδειξε και μια ακόμα μελέτη από την Αυστραλία όπου εκεί έγινε μια πολύ σχολαστική ιχνηλάτηση μέσα σε σχολικές μονάδες και φάνηκε ότι η πιθανότητα να μεταδώσει ένα παιδί σε ένα συμμαθητή του ή σε έναν ενήλικα του σχολικού περιβάλλοντος είναι εξαιρετικά χαμηλή, 1 στις 4.000» υπογράμμισε η λοιμωξιολόγος.
«Δεν είναι γνωστό για ποιο λόγο συμβαίνει αυτό» εξήγησε η κ. Παπαευαγγέλου και πρόσθεσε ότι «πιθανά σχετίζεται με το γεγονός ότι τα παιδιά περνάνε τη λοίμωξη ασυμπτωματικά».