Αντισώματα για το νέο κορωνοϊό SARS-CoV-2 προϋπάρχουν, σε μολυσμένα αλλά και μη μολυσμένα άτομα τα οποία είχαν έρθει παλαιότερα σε επαφή με άλλον κορωνοϊό, όπως αυτόν που προκαλεί το κοινό κρυολόγημα.
Μάλιστα είναι υψηλότερα σε παιδιά και εφήβους, ή, βρέθηκαν κύτταρα του ανοσοποιητικού σε υγιείς δότες και ασθενείς με COVID-19 να έχουν «μνήμη άμυνας» στον κορωνοϊό SARS-CoV-2.
Πρόκειται για το φαινόμενο της προϋπάρχουσας χυμικής (δηλαδή μέσω αντισωμάτων) ανοσίας έναντι του SARS-CoV-2 σε άτομα που δεν είχαν ποτέ μολυνθεί από τον SARS-CoV-2.
Αυτά τα άτομα εμφανίζουν λιγότερα κλινικά συμπτώματα και αναρρώνουν πιο γρήγορα.
Προηγούμενες έρευνες είχαν δείξει ότι κάποιοι άνθρωποι, αν και ποτέ δεν είχαν εκτεθεί στον κορωνοϊό SARS-CoV-2, παρόλα αυτά είχαν στον οργανισμό τους Τ-λεμφοκύτταρα μνήμης, που μπορούν να αναγνωρίσουν τον νέο κορωνοϊό.
Προκειμένου να διερευνήσουν το θέμα ερευνητές από τη Γερμανία και το Η.Β. εξέτασαν τα CD4 + Τ κύτταρα που αναγνωρίζουν την γλυκοπρωτεΐνη της ακίδας του ιού SARS-CoV-2 στο περιφερικό αίμα ασθενών με COVID-19 και υγιείς δότες οι οποίοι δεν είχαν εκτεθεί στον ιό SARS-CoV-2.
Το άρθρο τους δημοσιεύθηκε στο κορυφαίο επιστημονικό περιοδικό «Nature», και εκτιμά πως αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι, οι συγκεκριμένοι άνθρωποι, είχαν κάποτε εκτεθεί σε έναν από τους τέσσερις άλλους κορωνοϊούς (229E, NL63, OC43 και HKU1) του κοινού κρυολογήματος.
Με άλλα λόγια, μερικά κύτταρα του ανοσοποιητικού συστήματος σε ορισμένους ανθρώπους είναι ικανά να αναγνωρίσουν τον νέο κορωνοϊό SARS-CoV-2, επειδή παλαιότερα οι συγκεκριμένοι υγιείς δότες, αλλά και ασθενείς με COVID-19 είχαν εκτεθεί σε άλλους πιο αθώους κορωνοϊούς που προκαλούν κοινό κρυολόγημα.
Αυτό φαίνεται ότι μπορεί να βοηθήσει τους εν λόγω ανθρώπους να εμφανίσουν μεγαλύτερη αντίσταση στον νέο ιό, να έχουν λιγότερα συμπτώματα και να αναρρώνουν πιο γρήγορα.
Σύμφωνα με τη μελέτη, οι ερευνητές εντόπισαν CD4 + T κύτταρα όχι μόνο στο 83% των ασθενών με COVID-19 αλλά και στο 35% των υγιών δοτών.
Με άλλα λόγια, ένα σημαντικό μέρος του πληθυσμού μπορεί να έχει στο σώμα του εκ των προτέρων κύτταρα του ανοσοποιητικού συστήματος που αναγνωρίζουν τον νέο ιό, αν και ποτέ δεν τον έχουν ξανασυναντήσει στο παρελθόν.
Αυτά τα αποτελέσματα υποδεικνύουν ότι υπάρχουν διασταυρούμενα Τ-κύτταρα με μακριά μνήμη (τα οποία είναι διαφορετικά από τα εξουδετερωτικά αντισώματα) που βρίσκονται στο αίμα ορισμένων ανθρώπων, ήδη, πολύ πριν ξεσπάσει η πανδημία και στη συνέχεια επιστρατεύθηκαν στη μάχη κατά του νέου κορωνοϊού, κάνοντας πιθανώς την εκδήλωση της νόσου πιο ήπια σε ορισμένες περιπτώσεις.
Ωστόσο, η παρουσία διασταυρούμενων Τ-κυττάρων έναντι της πρωτεΐνης της ακίδας του ιού, σε ένα σημαντικό κλάσμα του γενικού πληθυσμού, μπορεί να επηρεάσει τη δυναμική της τρέχουσας πανδημίας και μάλλον θα έχει σημαντικές επιπτώσεις για τον σχεδιασμό και την ανάλυση των επερχόμενων δοκιμών που ερευνούν τα εμβόλια COVID-19.
Συμπερασματικά, παρόλο που η διασταυρούμενη ανοσία δεν φαίνεται να είναι μακροχρόνια, η προϋπάρχουσα ανοσολογική μνήμη τόσο από τα Τ όσο και από τα Β λεμφοκύτταρα μπορεί ενδεχομένως να επηρεάσει τη φυσική λοίμωξη, και εφ’ ενός μεν να συμβάλλει στην εκδήλωση ηπιότερων συμπτωμάτων στα μολυνθέντα άτομα με COVID-19, αφ’ ετέρου δε να μειώσει σημαντικά τη μετάδοση και διασπορά του νέου κορωνοϊού SARS-CoV-2.