Περισσότεροι από τρεις στους δέκα πάσχοντες από ψωρίαση παρουσιάζουν εξάρσεις των δερματικών συμπτωμάτων τους τον χειμώνα, με συνέπεια να υπονομεύεται σημαντικά η ποιότητα της ζωής τους, αναφέρουν επιστήμονες από το Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο της Κοπεγχάγης.
Οι ερευνητές ανέλυσαν συνδυαστικά (μετανάλυση) τα ευρήματα 13 προγενέστερων μελετών για την ψωρίαση και την εποχιακή διακύμανση στη βαρύτητά της, καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι:
-οι μισοί ασθενείς παραμένουν σε σταθερή κατάσταση ανεξάρτητα από την εποχή του χρόνου.
-Άλλο ένα 20% παρουσιάζουν βελτίωση το χειμώνα, αλλά,
-το υπόλοιπο 30% έχει έξαρση.
Η ψωρίαση είναι πολύ συχνή.
Υπολογίζεται ότι το 2-3% του παγκόσμιου πληθυσμού (τουλάχιστον 125 εκατομμύρια άτομα) πάσχει από αυτήν.
Στη χώρα μας υπολογίζεται ότι νοσούν περισσότερα από 200.000 άτομα.
Άνδρες και γυναίκες προσβάλλονται εξίσου συχνά από τη νόσο.
Η νόσος είναι αυτοάνοση, δηλαδή προκαλείται από υπερδραστηριότητα του ανοσοποιητικού συστήματος του ασθενούς.
Η δυσλειτουργία αυτή επιταχύνει την παραγωγή των επιφανειακών δερματικών κυττάρων (κερατινοκύτταρα), με συνέπεια τη δημιουργία «πλακών» ξερού, σκληρού δέρματος (λέπια) σε διάφορα σημεία.
Ο πιο συχνός τύπος της νόσου είναι η ψωρίαση κατά πλάκας, που αντιπροσωπεύει περισσότερο από το 85% των περιστατικών.
«Οι εξάρσεις της ψωρίασης μπορεί να παρατηρηθούν σε οποιοδήποτε σημείο του δέρματος, αλλά τα «λέπια» είναι πιο συχνά στο δέρμα του κρανίου, στους αγκώνες και τα γόνατα, στις παλάμες, στα πέλματα και διάσπαρτες στον κορμό.
Πού μπορεί, όμως, να οφείλεται η έξαρση των συμπτωμάτων της τον χειμώνα και γιατί δεν παρατηρείται σε όλους τους ασθενείς;
Η ακριβής αιτία του φαινομένου δεν είναι γνωστή», εξηγεί ο δρ Μάρκος Μιχελάκης, Δερματολόγος – Αφροδισιολόγος (Αισθητική Δερματολογία – Δερματοχειρουργική).
Πιστεύεται όμως ότι υπεισέρχονται πολλοί παράγοντες.
«Η ψωρίαση είναι μία χρόνια φλεγμονώδης ασθένεια, που εκδηλώνεται με εξάρσεις και υφέσεις», προσθέτει.
«Η ανάπτυξή της σχετίζεται με τη γενετική προδιάθεση, την κατάσταση της υγείας και ποικίλους περιβαλλοντικούς παράγοντες.
-Το κάπνισμα,
-η κατανάλωση αλκοόλ,
-η διατροφή,
-οι λοιμώξεις και,
-το στρες,
μπορεί να πυροδοτήσουν μια έξαρση και θα μπορούσαν να εμπλέκονται στην εποχιακή διακύμανση της βαρύτητάς της.
Ρόλο μπορεί να παίζει και ο έλεγχος της δραστηριότητας της νόσου, μέσω της αγωγής που λαμβάνει ο ασθενής.
-Η έκθεση στην υπεριώδη ακτινοβολία Β (UVB) του ηλίου και,
-η μειωμένη παραγωγή βιταμίνης D από το δέρμα στη διάρκεια του χειμώνα επίσης μπορεί να εμπλέκονται», επισημαίνει ο κ. Μιχελάκης.
Και τα δύο έχει αποδειχθεί ότι προλαμβάνουν ή καταπραΰνουν τις εξάρσεις της ψωρίασης.
Τον χειμώνα όχι μόνο είναι πιο λίγες οι ώρες της ηλιοφάνειας, αλλά οι περισσότεροι άνθρωποι περιορίζουν τη διάρκεια των υπαίθριων δραστηριοτήτων τους.
Ακόμα όμως κι όταν βγαίνουν έξω, είναι καλά ντυμένοι από την κορυφή ως τα νύχια, με συνέπεια να μην φτάνει έως το δέρμα η UVB, τα επίπεδα της οποίας είναι υψηλότερα το απόγευμα.
Δίχως αυτήν όμως, επιταχύνεται η ανάπτυξη των δερματικών κυττάρων που δημιουργούν τις χαρακτηριστικές δερματικές αλλοιώσεις της ψωρίασης.
Παλαιότερη έρευνα είχε δείξει ότι η έκθεση στον ήλιο μπορεί να καταστέλλει τη δραστηριότητα του ανοσοποιητικού, βελτιώνοντας έτσι τα συμπτώματα της ψωρίασης.
Επομένως, η έλλειψη του ήλιου τον χειμώνα μπορεί να έχει το αντίθετο αποτέλεσμα στους ασθενείς.
Σε αυτό συνηγορεί και άλλη μελέτη, που δημοσιεύθηκε το 2021.
Όπως έδειξε:
-οι πάσχοντες από όψιμης έναρξης ψωρίαση που ασκούν επαγγέλματα τα οποία απαιτούν συνεχή έκθεση στον ήλιο, αναφέρουν λιγότερο σοβαρά συμπτώματα το φθινόπωρο και τον χειμώνα ,
-συγκριτικά με όσους εργάζονται μονίμως σε κλειστούς χώρους.
Επιπρόσθετα:
-η έλλειψη υγρασίας στον αέρα του περιβάλλοντος και,
-η ξηρή θερμότητα στους περισσότερους εσωτερικούς χώρους, στερούν από την επιφάνεια του δέρματος την υγρασία που χρειάζεται.
Όταν όμως ξεραίνεται το δέρμα, ευνοούνται οι δερματικές εκδηλώσεις της ψωρίασης, γι’ αυτό και είναι σημαντικό να ενυδατώνουν καλά το δέρμα τους οι ασθενείς.
Οι εποχιακές ιώσεις επίσης μπορεί να παίζουν ρόλο στην επιδείνωση της ψωρίασης τον χειμώνα, αφού θέτουν τον οργανισμό σε κατάσταση στρες.
Αυξάνουν επίσης τον κίνδυνο μόλυνσης από ορισμένους ιούς, που πυροδοτούν μερικούς τύπους ψωρίασης, όπως η σταγονοειδής ψωρίαση.
“Επομένως, αν ανήκετε στην υποκατηγορία των ασθενών που παρουσιάζουν εξάρσεις της ψωρίασής τους τον χειμώνα, καλό είναι να λαμβάνετε πρόσθετα μέτρα”, λέει ο κ. Μιχελάκης και αναφέρει τα πρόσθετα μέτρα που μπορούν να πάρουν, όσοι πάσχουν:
-Φροντίστε να ενυδατώνετε το δέρμα σας κάθε φορά που πλένετε τα χέρια σας ή κάνετε ντους, χρησιμοποιώντας μια υδατική κρέμα πιο λιπαρή απ’ ό,τι το καλοκαίρι.
-Με την ενυδάτωση παγιδεύεται η υγρασία στο εσωτερικό του δέρματος και μειώνεται ο κνησμός και ο αποχρωματισμός.
-Να χρησιμοποιείτε την υδατική κρέμα σε νωπό δέρμα, ιδανικά μέσα σε λίγα λεπτά από το στέγνωμα.
-Για να διαφυλάξετε ακόμα περισσότερο την υγρασία στο δέρμα σας, να κάνετε σύντομα ντους.
-Να μην πλένετε όμως ούτε το σώμα, ούτε τα χέρια σας με καυτό νερό, διότι απομακρύνει το φυσικό λίπος (σμήγμα) και ευνοεί την ξηροδερμία.
-Να χρησιμοποιείτε επίσης σαπούνια ή καθαριστικά χωρίς αρώματα αλλά με πρόσθετους ενυδατικούς παράγοντες.
-Καλό είναι ακόμα να κάνετε ντους χωρίς σφουγγάρι (να σαπουνίζεστε με τα γυμνά χέρια σας, χωρίς να τρίβετε δυνατά το δέρμα σας).
-Να ελέγχετε επίσης την υγρασία στο χώρο όπου βρίσκεστε.
-Αν είναι μειωμένη, ίσως πρέπει να βάλετε έναν υγραντήρα.
-Φροντίστε επίσης να ντύνεστε με μαλακά υφάσματα (π.χ. βαμβακερά) που δεν ερεθίζουν περισσότερο το ήδη ταλαιπωρημένο δέρμα σας.
-Να πίνετε ακόμα άφθονο νερό τον χειμώνα για να καταπολεμάτε την ξηροδερμία.
-Να εφαρμόζετε, τέλος, τεχνικές χαλάρωσης γιατί το στρες είναι από τους πιο γνωστούς παράγοντες που πυροδοτούν τις εξάρσεις της ψωρίασης.
«Απολύτως απαραίτητο είναι να τηρούν οι ασθενείς τη φαρμακευτική θεραπεία, τοπική ή/και συστηματική, που έχει συστήσει ο δερματολόγος ιατρός», τονίζει ο κ. Μιχελάκης και καταλήγει:
«Ο έλεγχος της δραστηριότητας της νόσου είναι πολύ σημαντικός για την ποιότητα ζωής τους.
Αν παρά τη θεραπεία, τα συμπτώματά τους εξακολουθήσουν να έχουν έξαρση, πρέπει να συμβουλευτούν τον ιατρό τους.
Ενδέχεται να χρειασθούν τροποποίηση της φαρμακευτικής αγωγής τους».