Υπάρχει σαφής συσχέτιση ανάμεσα στη μοναξιά και στον κίνδυνο άνοιας, δείχνει μια νέα αμερικανική επιστημονική έρευνα. Οι άνθρωποι κάτω των 80 ετών που βιώνουν μοναξιά, έχουν περίπου τριπλάσια πιθανότητα να διαγνωστούν με άνοια.
Οι ερευνητές, με επικεφαλής τον επίκουρο καθηγητή νευρολογίας Τζόελ Σαλίνας της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου της Νέας Υόρκης, οι οποίοι έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό “Neurology” της Αμερικανικής Ακαδημίας Νευρολογίας, ανέλυσαν στοιχεία για 2.308 ανθρώπους με μέση ηλικία 73 ετών, χωρίς άνοια στην αρχή της μελέτης. Από αυτούς, οι 144 δήλωσαν ότι ένιωθαν μοναξιά τουλάχιστον τρεις μέρες την εβδομάδα.
Στην πορεία της έρευνας επί μια δεκαετία, 329 άτομα διαγνώστηκαν με άνοια και εξ’ αυτών τα 31 ανήκαν στην ομάδα εκείνων με μοναξιά. Διαπιστώθηκε ότι στις ηλικίες 60 έως 80 ετών ένας άνθρωπος με μοναξιά είχε σχεδόν τριπλάσια πιθανότητα να εμφανίσει άνοια, κάτι που δεν φάνηκε να ισχύει για τους άνω των 80 ετών.
Η μοναξιά φάνηκε επίσης να σχετίζεται με χειρότερες γνωστικές-νοητικές επιδόσεις (έλεγχο προσοχής, λήψη αποφάσεων, γνωστική ευελιξία, ικανότητα σχεδιασμού κ.α.) και μικρότερο όγκο εγκεφάλου, δύο παράγοντες που είναι δείκτες μεγαλύτερου κινδύνου για γνωστική εξασθένηση και Αλτσχάιμερ αργότερα στη ζωή.
«Η μελέτη αυτή αναδεικνύει τη σημασία της μοναξιάς και της ελλιπούς κοινωνικής διασύνδεσης, όσον αφορά τον κίνδυνο ανάπτυξης άνοιας όσο γερνάμε. Η έγκαιρη αναγνώριση των σημαδιών της μοναξιάς στον εαυτό μας και στους άλλους, η ανάπτυξη και διατήρηση υποστηρικτικών σχέσεων, είναι σημαντική για όλους και ιδίως για όσους νιώθουν μόνοι. Όμως είναι κάτι ιδιαίτερα σημαντικό, καθώς μεγαλώνουμε, για να αυξήσουμε την πιθανότητα να καθυστερήσουμε ή ίσως και να αποτρέψουμε τη γνωστική εξασθένηση», δήλωσε ο δρ Σαλίνας.
«Η νέα μελέτη μας υπενθυμίζει ότι αν θέλουμε να δώσουμε προτεραιότητα στην υγεία του εγκεφάλου, δεν μπορούμε να αγνοήσουμε τους ψυχοκοινωνικούς παράγοντες όπως τη μοναξιά», πρόσθεσε. Οι ερευνητές επεσήμαναν επίσης ότι από την αρχή της πανδημίας Covid-19 η μοναξιά έχει επιδεινωθεί και έχει γίνει συχνότερη στους ανθρώπους άνω των 60 ετών.