Η συχνότητα των χρονίων φλεγμονωδών νόσων του εντέρου αυξάνεται συνεχώς τα τελευταία χρόνια.
Παρά το μεγάλο αριθμό των ασθενών που πάσχει από τα παραπάνω νοσήματα, γνωρίζουμε ελάχιστα σχετικά με τους μηχανισμούς που ευθύνονται για την εμφάνισή τους.
Μία νέα έρευνα από το Πανεπιστήμιο του Μονάχου στη Γερμανία κατάφερε να αποκαλύψει ένα μοριακό μηχανισμό της αλληλεπίδρασης ανάμεσα στα εντερικά βακτήρια και το βλεννογόνο του εντέρου στους ασθενείς που πάσχουν από XLP2, ένα σύνδρομο που έχει συνδεθεί με τις φλεγμονώδεις νόσους του εντέρου.
Όπως υποστήριξαν, η ανακάλυψη αυτή μπορεί να βοηθήσει στην ανάπτυξη νέων φαρμάκων για τα νοσήματα αυτά.
Τα δισεκατομμύρια βακτήρια που βρίσκονται στο έντερο, γνωστά ως μικροβίωμα, είναι ιδιαίτερα σημαντικά για τη διατήρηση της υγείας μας.
Τα βακτήρια αυτά βοηθούν στη διαδικασία της πέψης και βοηθούν σε αρκετές άλλες λειτουργίες, μεταξύ των οποίων και η ρύθμιση του ανοσοποιητικού συστήματος.
Το ανοσοποιητικό σύστημα με τη σειρά του θα πρέπει να μπορεί να ξεχωρίσει τα ωφέλιμα από τα επιβλαβή βακτήρια και να αντιμετωπίζει μόνο τα τελευταία.
Η ισορροπία αυτή, ωστόσο, μπορεί να διαταραχθεί εξ’ αιτίας αρκετών διαφορετικών παραγόντων.
Μία μετάλλαξη στο γονίδιο XIAP, το οποίο ευθύνεται για το σύνδρομο XLP2, έχει ως αποτέλεσμα να εμφανιστεί χρόνια φλεγμονή στο έντερο στο 30% περίπου των ασθενών.
Τα βρέφη που φέρουν την παραπάνω μετάλλαξη παρουσιάζουν συχνά συμπτώματα όπως:
-διάρροια,
-κοιλιακό άλγος,
-αδυναμία και,
-απώλεια βάρους λίγο μετά τη γέννησή τους.
Μέχρι σήμερα, δεν είχαμε καταφέρει να κατανοήσουμε τους μηχανισμούς που ευθύνονται για την εμφάνιση του παραπάνω συνδρόμου, με αποτέλεσμα να είναι αδύνατο να αναπτύξουμε αποτελεσματικές θεραπείες.
-Υπερβολική ενεργοποίηση του ανοσοποιητικού συστήματος
Χρησιμοποιώντας οργανοειδή και πειραματόζωα, οι επιστήμονες από το Πανεπιστήμιο του Μονάχου κατάφεραν να αποκαλύψουν το μηχανισμό που κρύβεται πίσω από τη φλεγμονώδη απόκριση και την κάνει να γίνεται χρόνια.
Όπως αναφέρουν στη μελέτη τους, το σύστημα της φυσικής ανοσίας αντιδρά υπερβολικά στην παρουσία ορισμένων μικροβίων στο έντερο.
Το ανοσοποιητικό σύστημα φυσιολογικά αντιμετωπίζει τα παθογόνα βακτήρια και στη συνέχεια επιστρέφει σε κατάσταση ηρεμίας.
Ωστόσο, στους ασθενείς με XLP2, η διαδικασία αυτή εκκινεί μία θανατηφόρο αλυσιδωτή αντίδραση.
Κάθε άνθρωπος έχει υποδοχείς TLR οι οποίοι χρησιμοποιούν μοναδικές δομές (όπως για παράδειγμα μόρια στο κυτταρικό τοίχωμα) για να αναγνωρίσουν τα επιβλαβή μικρόβια.
Όταν ο υποδοχέας TLR προσδένεται σε ένα μόριο, το σηματοδοτικό μόριο TNF και οι υποδοχείς του, TNFR1 και TNFR2, ενεργοποιούν το ανοσοποιητικό σύστημα προκειμένου το τελευταίο να αντιμετωπίσει το παθογόνο.
Ωστόσο, στους ασθενείς με XLP2 ο παραπάνω μηχανισμός δυσλειτουργεί.
Η πρόσδεση του TNF στους υποδοχείς TNFR1 που βρίσκονται στα κύτταρα Paneth οδηγεί στην καταστροφή των τελευταίων γεγονός που οδηγεί σε ένα φαύλο κύκλο.
Αυτό συμβαίνει γιατί τα κύτταρα Paneth βρίσκονται φυσιολογικά στο εντερικό βλεννογόνο και παράγουν αντιμικροβιακές ουσίες που διασφαλίζουν την ισορροπία των εντερικών βακτηρίων.
Η απώλεια των παραπάνω κυττάρων μπορεί να διαταράξει τη σύνθεση του εντερικού μικροβιώματος, με αποτέλεσμα την καταστροφή διαφόρων ωφελίμων βακτηρίων, όπως τα κλωστηρίδια, τα οποία ρυθμίζουν τη λειτουργία του ανοσοποιητικού συστήματος.
Επομένως ο φαύλος κύκλος συνεχίζεται.
-Νέα φάρμακα μπορούν να περιορίσουν την φλεγμονώδη απόκριση
Όπως υποστήριξε η επιστημονική ομάδα, ο ίδιος μηχανισμός ενοχοποιείται πιθανώς και για άλλες φλεγμονώδεις παθήσεις του εντέρου.
Σήμερα, αρκετές μελέτες έχουν παρατηρήσει δυσλειτουργικά κύτταρα Paneth σε ασθενείς που πάσχουν από διάφορες φλεγμονώδεις νόσους του εντέρου, γεγονός που ισχυροποιεί την παραπάνω θεωρία.
Η ανακάλυψη αυτή αποτελεί σημείο-σταθμό για την ανάπτυξη φαρμάκων τα οποία θα μπορούν πιθανώς να διορθώσουν τον παραπάνω μηχανισμό.
Οι ασθενείς που πάσχουν από χρόνιες φλεγμονώδεις νόσους του εντέρου λαμβάνουν τυπικά φάρμακα που αναστέλλουν τους υποδοχείς του TNF.
Ωστόσο, τα φάρμακα αυτά είναι μη ειδικά με αποτέλεσμα να αναστέλλουν τόσο τους TNFR1 όσο και τους TNFR2.
Σύμφωνα με την επιστημονική ομάδα της παρούσας μελέτης, το ιδανικό θα ήταν να έχουμε εκλεκτικούς αναστολείς του TNFR1.
Η επιστημονική ομάδα σκοπεύει σε επόμενες μελέτες να εξετάσει το σύστημα της επίκτητης ανοσίας προκειμένου να εξετάσει το ρόλο του στην εμφάνιση των φλεγμονωδών νόσων του εντέρου.