Η ρευματοειδής αρθρίτιδα είναι μια χρόνια αυτοάνοση φλεγμονώδης πάθηση των αρθρώσεων.
Τα συμπτώματα έρχονται συνήθως σταδιακά και μπορεί να περάσουν βδομάδες ή και μήνες μέχρι ο ασθενής να αναζητήσει ιατρική βοήθεια.
Οι αρθρώσεις προσβάλλονται με:
-πόνο,
-πρήξιμο και,
-δυσκαμψία ,
-και κατά κανόνα συμμετρικά (οι ίδιες δηλαδή αρθρώσεις στο δεξί και αριστερό ήμισυ του σώματος).
Τα συμπτώματα είναι κατά κύριο λόγο πιο έντονα το πρωί.
Πιο συχνά προσβάλλονται οι μικρές αρθρώσεις στα χέρια και τα πόδια (ιδίως στα αρχικά στάδια), αλλά μπορεί να προσβληθεί οποιαδήποτε άλλη άρθρωση.
Σε μερικές περιπτώσεις τα συμπτώματα στα αρχικά στάδια μπορεί να είναι μη ειδικά, όπως:
-κόπωση,
-μυαλγίες,
-απώλεια βάρους και,
-δέκατα.
Υπολογίζεται ότι στην Ελλάδα ζουν περίπου 70.000 με 100.000 ασθενείς με ρευματοειδή αρθρίτιδα.
H προδιάθεση κάποιου να αναπτύξει τη νόσο καθορίζεται από γενετικούς παράγοντες:
-άτομα που έχουν 1ου βαθμού συγγενή με ρευματοειδή αρθρίτιδα έχουν 3 φορές αυξημένο κίνδυνο να αποκτήσουν και οι ίδιοι τη νόσο.
-Εμφανίζεται στις γυναίκες 2 με 3 φορές πιο συχνά συγκριτικά με τους άνδρες.
-Η συνήθης ηλικία εμφάνισης είναι τα 35 με 60 έτη.
-Τι μπορεί να προκαλέσει η ρευματοειδής αρθρίτιδα αν αφεθεί χωρίς θεραπεία;
Η φλεγμονή στη ρευματοειδή αρθρίτιδα μπορεί να προκαλέσει βλάβες στις αρθρώσεις (δηλαδή στα οστά που αποτελούν την άρθρωση καθώς και τον αρθρικό χόνδρο).
Αυτή η βλάβη είναι μη αναστρέψιμη.
Με τη πάροδο του χρόνου η συσσώρευση τέτοιων βλαβών μπορεί να οδηγήσει σε:
-μείωση της κινητικότητας της άρθρωσης και,
-να προκαλέσει αδυναμία του ασθενούς να κάνει τις καθημερινές του δραστηριότητες με αντίκτυπο στην ποιότητα ζωής.
Στις (όχι συχνές) περιπτώσεις που η νόσος προσβάλλει άλλα όργανα (εκτός των αρθρώσεων) όπως για παράδειγμα:
-τους πνεύμονες,
-την καρδιά,
-τα μάτια,
αυτό μπορεί να οδηγήσει σε ακόμη μεγαλύτερη έκπτωση της ποιότητας ζωής αλλά δυνητικά και σε μείωση του προσδόκιμου επιβίωσης.
Για όλους τους παραπάνω λόγους, είναι πολύ σημαντικό να γίνεται έγκαιρη διάγνωση και έναρξη θεραπείας της ρευματοειδούς αρθρίτιδας από τον ειδικό γιατρό, το ρευματολόγο, πριν εγκατασταθούν μη αναστρέψιμες βλάβες.
-Τι περιλαμβάνει η θεραπεία της ρευματοειδούς αρθρίτιδας;
Ο στόχος της θεραπείας είναι να επιτευχθεί πλήρης ύφεση των συμπτωμάτων και της φλεγμονής και να αποτραπούν βλάβες και απώλεια λειτουργικότητας των αρθρώσεων.
Τα φάρμακα που χρησιμοποιούνται είναι τα τροποποιητικά της νόσου αντιρευματικά φάρμακα ή γνωστά στην διεθνή βιβλιογραφία ως «disease-modifying anti-rheumatic drugs (DMARDs)» και χωρίζονται σε 3 κατηγορίες:
1) τα συμβατικά αντι-ρευματικά φάρμακα (όπως πχ. η μεθοτρεξάτη),
2) οι βιολογικοί παράγοντες (πχ. etanercept, adalimumab, abatacept, and tocilizumab),
3) τα στοχευμένα συνθετικά φάρμακα (πχ. η tofacitinib).
Οι ασθενείς που ξεκινάνε φαρμακευτική αγωγή για ρευματοειδή αρθρίτιδα θα πρέπει να βλέπουν το ρευματολόγο τους σε τακτική βάση και να κάνουν επαναληπτικές εξετάσεις αίματος για να ελέγχεται η ανεκτικότητα στα φάρμακα καθώς και να παρακολουθείται η ενεργότητα της νόσου.
-Μπορώ να μειώσω τον κίνδυνο να αναπτύξω ρευματοειδή αρθρίτιδα;
Ναι.
Το κάπνισμα είναι ένας παράγοντας κινδύνου που αυξάνει σημαντικά την πιθανότητα κάποιου να αναπτύξει ρευματοειδή αρθρίτιδα, ιδίως σε άτομα που έχουν συγγενείς (πρώτου ή δεύτερου βαθμού) με τη νόσο.
Ως εκ τούτου, θα πρέπει να γίνεται κάθε προσπάθεια για διακοπή του καπνίσματος.
Επιπροσθέτως, υπάρχουν δεδομένα που δείχνουν ότι η περιοδοντίτιδα επίσης σχετίζεται με αυξημένο κίνδυνο για ανάπτυξη ρευματοειδούς αρθρίτιδας.
Γι αυτό το λόγο συστήνεται καλή υγιεινή των δοντιών με:
-τακτικό βούρτσισμα,
-οδοντικό νήμα,
-περιοδικό καθαρισμό από οδοντίατρο και,
-θεραπεία της περιοδοντίτιδας (όταν αυτή υπάρχει).