Η μόλυνση ενός ανθρώπου από τον ιό Epstein-Barr (Επστάιν-Μπαρ) αυξάνει σημαντικά τον κίνδυνο να εμφανίσει στη συνέχεια πολλαπλή σκλήρυνση, σύμφωνα με μια νέα μεγάλη αμερικανική επιστημονική έρευνα.
Η μελέτη εκτιμά ότι η λοίμωξη από τον εν λόγω ιό EBV, αυξάνει πάνω από 32 φορές τον κίνδυνο για πολλαπλή σκλήρυνση, κάτι που δεν συμβαίνει με άλλους ιούς.
Εδώ και χρόνια είχε προταθεί ότι μπορεί να υπάρχει σχέση ανάμεσα σε αυτόν τον ιό και σε αυτή τη νόσο και η νέα μελέτη φαίνεται να το επιβεβαιώνει, δείχνοντας ότι σχεδόν σε όλες οι περιπτώσεις της πολλαπλής σκλήρυνσης έχει προηγηθεί λοίμωξη από ιό Επστάιν-Μπαρ.
Οι ερευνητές, με επικεφαλής τον καθηγητή επιδημιολογίας Αλμπέρτο Ασκέριο της Σχολής Δημόσιας Υγείας του Πανεπιστημίου Χάρβαρντ, οι οποίοι έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό “Science”, ανέλυσαν στοιχεία για περισσότερα από δέκα εκατομμύρια μέλη των Ενόπλων Δυνάμεων των ΗΠΑ, στους οποίους ανιχνεύθηκαν 955 περιπτώσεις πολλαπλής σκλήρυνσης.
Από αυτούς τους ασθενείς, σχεδόν όλοι είχαν προηγουμένως βγει θετικοί στον ιό Επστάιν-Μπαρ, ενώ όσοι δεν είχαν μολυνθεί από τον ιό, διαπιστώθηκε ότι είχαν πολύ μικρότερη πιθανότητα να διαγνωστούν αργότερα με τη συγκεκριμένη νόσο.
“Η πολλαπλή σκλήρυνση είναι στην πραγματικότητα μια επιπλοκή της λοίμωξης με Επστάιν-Μπαρ.
Η αντίδραση του ανοσοποιητικού συστήματος στη λοίμωξη από αυτόν τον ιό σχεδόν σίγουρα παίζει ρόλο στην εμφάνιση και στην επιδείνωση της πολλαπλής σκλήρυνσης“, ανέφερε ο δρ Ασκέριο.
“Κάναμε ένα μεγάλο βήμα, επειδή η μελέτη μας δείχνει ότι οι περισσότερες περιπτώσεις πολλαπλής σκλήρυνσης θα μπορούσαν να αποτραπούν αν σταματούσαμε τη λοίμωξη από EBV και ότι στοχεύοντας στον ιό EBV, θα μπορούσαμε να ανακαλύψουμε μια θεραπεία για την πολλαπλή σκλήρυνση“, πρόσθεσε.
“Τα νέα ευρήματα παρέχουν βάσιμα δεδομένα που “ενοχοποιούν” τον ιό Επστάιν-Μπαρ ως την αιτία εμφάνισης της πολλαπλής σκλήρυνσης.
Τώρα που η αρχική αιτία για τη νόσο εντοπίστηκε, ίσως μπορεί να ξεριζωθεί η πολλαπλή σκλήρυνση“, δήλωσαν οι δρ Ουίλιαμ Ρόμπινσον και δρ Λόρενς Στάινμαν του Πανεπιστημίου Στάνφορντ της Καλιφόρνια.
Εκτιμάται ότι πάνω από το 90% των ανθρώπων στον κόσμο είναι φορείς του Επστάιν-Μπαρ, ενός είδος ερπητοϊού που προκαλεί λοιμώδη μονοπυρήνωση σε πολλούς ανθρώπους που μολύνονται από αυτόν.
Εξαπλώνεται κυρίως μέσω των σωματικών υγρών, ιδίως του σάλιου, και οι πιο πολλοί από όσους έχουν τον ιό, δεν το ξέρουν, καθώς η λοίμωξη είναι συχνά ασυμπτωματική.
Όταν ο ιός μολύνει το ανθρώπινο σώμα, “τρυπώνει” στα κύτταρα Β και μένει εκεί μόνιμα σε φάση “λήθαργου”.
Σε μερικές περιπτώσεις, μπορεί να “ξυπνήσει” αργότερα και η ενεργοποίησή του έχει, μεταξύ άλλων, συσχετιστεί με μερικούς καρκίνους.
Παραμένει πάντως ασαφές γιατί, αφού τόσοι πολλοί άνθρωποι μολύνονται από τον Επστάιν-Μπαρ, μόνο ένα μικρό ποσοστό (λιγότεροι από ένας στους 10.000, σύμφωνα με τη νέα αμερικανική μελέτη) εμφανίζουν πολλαπλή σκλήρυνση.
Είναι πάντως γενικότερο γεγονός, σύμφωνα με τους ερευνητές, ότι και στις περιπτώσεις άλλων ιικών λοιμώξεων, μόνο μια μειονότητα όσων μολύνονται, εμφανίζουν μετά σοβαρές επιπλοκές, κάτι που μπορεί να οφείλεται και σε γενετικά αίτια.
Μέχρι στιγμής δεν υπάρχει εμβόλιο κατά του ιού Επστάιν-Μπαρ, αλλά αρκετές ερευνητικές ομάδες προσπαθούν να αναπτύξουν ένα.
Μεταξύ άλλων, η Moderna ανακοίνωσε στις 5 Ιανουαρίου ότι άρχισε δοκιμές σε ανθρώπους ενός υποψήφιου εμβολίου mRNA κατά του Επστάιν-Μπαρ.
Στόχος του εμβολίου θα είναι η αποτροπή της λοίμωξης από τον ιό, με την ελπίδα ότι αυτό, μεταξύ άλλων, θα μειώσει αισθητά τα περιστατικά της πολλαπλής σκλήρυνσης, διεθνώς.
Η πολλαπλή σκλήρυνση, από την οποία πάσχουν περίπου 2,8 εκατομμύρια άνθρωποι παγκοσμίως, είναι μια – έως τώρα ανίατη – χρόνια φλεγμονώδης και αυτοάνοση νευρολογική πάθηση, στην οποία το ανοσοποιητικό σύστημα επιτίθεται στη μυελίνη, στο προστατευτικό περίβλημα των νευρικών κυττάρων του εγκεφάλου, του οπτικού νεύρου και της σπονδυλικής στήλης.
Η ζημιά διαταράσσει σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό την μετάδοση νευρικών σημάτων, με συνέπεια τις κινητικές δυσκολίες, ιδίως στο περπάτημα, δυσκολίες που συχνά επιδεινώνονται με το πέρασμα του χρόνου.
Η εκδήλωση της πάθησης εκτιμάται ότι γίνεται περίπου δέκα χρόνια μετά τη λοίμωξη από Επστάιν-Μπαρ.
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ