Οι ιδιοπαθείς φλεγμονώδεις νόσοι του εντέρου (ΙΦΝΕ-ελκώδης κολίτιδα και νόσος του Crohn) αποτελούν χρόνια φλεγμονώδη νοσήματα του πεπτικού συστήματος, που προσβάλουν εκατομμύρια ανθρώπους παγκοσμίως.
Παρουσιάζουν υφέσεις και εξάρσεις και για την αντιμετώπισή τους απαιτούνται συχνά ισχυρά φάρμακα, όπως κορτικοστεροειδή, ανοσοκατασταλτικά και βιολογικοί παράγοντες που ενδέχεται να αυξήσουν τον κίνδυνο λοιμώξεων.
Η νόσος COVID-19 που περιγράφηκε για πρώτη φορά στη Κίνα το Δεκέμβριο του 2019, προκαλείται από τον ιό SARS-CoV-2, που ανήκει στην οικογένεια των κορονοϊών και προσβάλλει κυρίως το αναπνευστικό σύστημα.
Ο ιός αυτός μεταδίδεται κυρίως με τα σταγονίδια μέσω της αναπνευστικής οδού, εντούτοις έχει ανιχνευτεί και σε κόπρανα ασθενών και παρουσιάζει μεγάλη μεταδοτικότητα οπότε και η νόσος COVID-19 έχει πάρει πανδημικές διαστάσεις.
Στα πλαίσια παρακολούθησης των δεδομένων της πανδημίας από τον SARS-CoV-2, προκύπτουν καθημερινά πολλά ερωτήματα για τους ασθενείς με ΙΦΝΕ.
“Από τη μια οι ασθενείς αυτοί βρίσκονται συχνά υπό ανοσοκατασταλτική-ανοσοτροποποιητική αγωγή και χρειάζονται στενή ιατρική παρακολούθηση σε νοσοκομειακό περιβάλλον, πράγμα που τους εκθέτει σε μεγαλύτερο κίνδυνο έκθεσης στον SARS-CoV-2 σε σχέση με το γενικό πληθυσμό.
Από την άλλη, το γεγονός ότι ήδη βρίσκονται σε αγωγή με ανοσοτροποποιητικά, υπάρχει ο προβληματισμός ότι τα εμβόλια δεν έχουν την ίδια αποτελεσματικότητα σε σχέση με το γενικό πληθυσμό“, αναφέρει ο κ. Θεόδωρος Εμμανουήλ – Γαστρεντερολόγος,Διευθυντής Γαστρεντερολογικής – Ηπατολογικής Κλινικής Metropolitan General.
Για το σκοπό αυτό και για πολλά άλλα ερωτήματα, που μπορεί να προκύψουν στην πορεία αντιμετώπισης της πανδημίας, έχει δημιουργηθεί σε διεθνές επίπεδο αρχείο καταγραφής των ασθενών με ΙΦΝΕ, που έχουν έρθει σε επαφή με τον ιό SARS-CoV-2.
Παράλληλα γίνεται καταγραφή και παρακολούθηση της αποτελεσματικότητας του εμβολιασμού σε ασθενείς με ΙΦΝΕ.
Τι όμως πραγματικά ισχύει με τα μέχρι σήμερα δεδομένα;
Είναι μεγαλύτερη η συχνότητα λοίμωξης από τον ιό SARS-CoV-2 σε ασθενείς με ΙΦΝΕ;
Tα μέχρι τώρα δεδομένα δείχνουν ότι η συχνότητα της λοίμωξης από τον ιό SARS-CoV-2 σε ασθενείς με ΙΦΝΕ ακόμα και σε αυτούς που βρίσκονται σε ανοσοκαταστολή δεν διαφέρει από το γενικό πληθυσμό.
Επιπλέον, ακόμα και αυτοί οι ασθενείς με ΙΦΝΕ που θα προσβληθούν από τη νόσο COVID-19 δεν φαίνεται να έχουν χειρότερη πρόγνωση από το γενικό πληθυσμό στην έκβαση της λοίμωξης.
Πώς παρακολουθούμε τους ασθενείς με ΙΦΝΕ κατά τη διάρκεια της πανδημίας;
Η έλευση της πανδημίας ανάγκασε τα συστήματα υγείας να αλλάξουν στρατηγική, έτσι ώστε σε Νοσοκομειακό επίπεδο να υποστηρίζονται μόνο οι άκρως επείγουσες περιπτώσεις.
“Πιο συγκεκριμένα, οι περισσότεροι ασθενείς με ΙΦΝΕ μπορούν να παρακολουθηθούν από μακριά με τη χρήση του διαδικτύου, ενώ οι φαρμακευτικές εταιρείες μπορούν να επιφορτιστούν με την προμήθεια των φαρμάκων απευθείας στο σπίτι των ασθενών, έτσι ώστε όσο το δυνατόν λιγότεροι ασθενείς να συνωστίζονται στις μονάδες υγείας.
Αν και μειώνεται σε μεγάλο βαθμό η προσωπική σχέση του ασθενούς με τον ιατρό, εντούτοις εάν γίνεται συχνά αυτή η επικοινωνία, έστω και διαδικτυακά, μπορεί να υποκαταστήσει σε μεγάλο βαθμό την πραγματική παρακολούθηση“, σημειώνει ο κ. Εμμανουήλ.
Πρέπει να ενδοσκοπούνται όλοι οι ασθενείς με ΙΦΝΕ στην περίοδο της πανδημίας;
Η ενδοσκόπηση αποτελεί σημαντικό εργαλείο στη διαχείριση ασθενών με ΙΦΝΕ τόσο για τη διάγνωση, όσο και κατά την παρακολούθηση και τη θεραπευτική αντιμετώπιση.
Καθώς έχει αποδειχτεί ότι ο ιός SARS-CoV-2 έχει απομονωθεί εκτός από τα σταγονίδια από το αναπνευστικό και στα κόπρανα ασθενών, οι ενδοσκοπήσεις θεωρούνται υψηλού κινδύνου εξετάσεις για τη μετάδοση του ιού.
Στα πλαίσια αυτά συστήνεται από τους επιστημονικούς φορείς η διενέργεια μόνο των άκρως απαραίτητων ενδοσκοπικών πράξεων.
Επιπλέον, εάν αυτές εκτελεστούν να λαμβάνονται όλα τα απαιτούμενα μέτρα για τη προστασία του ιατρο-υγειονομικού προσωπικού.
Για το σκοπό της μείωση των ενδοσκοπικών πράξεων έχει αναπτυχθεί ευρέως η χρήση άλλων μη επεμβατικών μεθόδων αξιολόγησης της φλεγμονής του πεπτικού σωλήνα, όπως για παράδειγμα η λήψη δειγμάτων κοπράνων (καλπροτεκτίνη), που γίνεται στο σπίτι.
Οι ασθενείς με ΙΦΝΕ πρέπει να εμβολιαστούν;
Υπάρχει ομοφωνία μεταξύ των ειδικών ότι ο κίνδυνος από τον εμβολιασμό για τους ασθενείς με ΙΦΝΕ είναι πολύ χαμηλός και ότι τα διαθέσιμα εμβόλια είναι ασφαλή, ανεξάρτητα από το αν οι ασθενείς βρίσκονται σε μόνιμη θεραπεία, ακόμα και ανοσοκατασταλτική, μιας και τα εμβόλια δε βασίζονται σε ζώντες οργανισμούς.
“Επιπλέον, δεν υπάρχει καμία ένδειξη ότι τα εμβόλια επιδεινώνουν τα συμπτώματα ή προκαλούν έξαρση της νόσου.
Τέλος, σε σχέση με την πιθανότητα μειωμένης ανοσολογική απόκρισης σε ασθενείς υπό ανοσοκαταστολή δεν υπάρχουν επαρκή δεδομένα“, εξηγεί ο κ. Εμμανουήλ.
Ακόμα και αν αυτό αποδειχτεί, σίγουρα είναι προτιμότερος ο εμβολιασμός με μικρότερη ανοσολογική απάντηση σε σχέση με παντελή αποχή από τον εμβολιασμό.
Πρωτοβουλίες για την ψυχική υγεία και την εκπαίδευση των ασθενών στην εποχή της πανδημίας
Την εποχή της πανδημίας οι ασθενείς με ΙΦΝΕ αισθάνονται ιδιαίτερη ανασφάλεια καθώς κατακλύζονται από πολλές πληροφορίες από πολλά μέσα και από μη έγκυρες πηγές.
“Καθώς η έξαρση των ΙΦΝΕ δεν έχει να κάνει μόνο με τη σωστή και αυστηρή τήρηση των θεραπευτικών πρωτοκόλλων, αλλά και με την καλή ψυχολογική υγεία των ασθενών, απαιτείται συχνή ενημέρωση μόνο από επίσημους επιστημονικούς φορείς και από τους συλλόγους ασθενών για τα νέα επιστημονικά δεδομένα”, καταλήγει ο κ. Εμμανουήλ.