Τα αυτοάνοσα νοσήματα συνιστούν μια από τις κυριότερες αιτίες χρόνιας νόσου με σοβαρές επιπτώσεις στην υγεία αλλά και την ποιότητα ζωής των ασθενών.
Σύμφωνα με τα σύγχρονα επιδημιολογικά στοιχεία 1 στους 20 ανθρώπους πάσχει από κάποια αυτάνοση διαταραχή ενώ ο αριθμός των παθολογικών αυτών καταστάσεων που έχουν διεθνώς περιγραφεί πλέον ξεπερνά τις 100.
Τα συχνότερα είναι:
-ο συστηματικός ερυθηματώδης λύκος,
-η σκλήρυνση κατά πλάκας,
-η ρευματοειδής αρθρίτιδα,
-οι μυασθένειες,
-ο διαβήτης τύπου Ι,
-η θυρεοειδίτιδα Hashimoto,
-η ψωρίαση,
-η ελκώδης κολίτιδα,
-η νόσος του Crohn και οι αγγειίτιδες.
Κοινός μηχανισμός αυτών των παθήσεων αποτελεί η εσφαλμένη αντίδραση του ανοσοποιητικού συστήματος το οποίο επιτίθεται και τελικά καταστρέφει τα δικά του κύτταρα.
Με τον παραπάνω τρόπο μπορούν να προσβάλλουν περισσότερα από ένα συστήματα (πολυσυστηματικές νόσοι) μεταξύ των οποίων αυτό του αυτιού (έσω ωτός) με συνέπεια την εμφάνιση βαρηκοΐας, εμβοών και διαταραχών ισορροπίας (ζάλη, ίλιγγος, αστάθεια, πτώσεις).
Κλινική εικόνα και διάγνωση
“Ειδικότερα, οι αυτοάνοσες ωτολογικές διαταραχές (Autoimmune inner ear disease -AIED) διακρίνονται στις πρωτοπαθείς που αφορούν αποκλειστικά το αυτί και κανένα άλλο σύστημα, και τις δευτεροπαθείς που εκδηλώνονται στα πλαίσια συστηματικών παθήσεων και συνδρόμων.
Η κλινική τους εικόνα χαρακτηρίζεται συνήθως από ταχέως επιδεινούμενη -μέσα σε χρονικό πλαίσιο λίγων εβδομάδων ή μηνών- βαρηκοΐα (νευροαισθητήριας μορφής) που κατά κανόνα εμφανίζεται και στα δύο αυτιά ενώ μπορεί να συνυπάρχουν εμβοές, αίσθημα πληρότητας αυτιών και ίλιγγος”, αναφέρει η Ελπίδα Πάσσου –Διευθύντρια Ακοολογικού-Νευρωτολογικού Τμήματος Ερρίκος Ντυνάν Hospital Center.
Κρίνεται απαραίτητη η μέτρηση της ακουστικής οξύτητας όλων των πασχόντων από οποιοδήποτε αυτοάνοσο νόσημα ανεξάρτητα από την εμφάνιση ή όχι βαρηκοΐας, δεδομένου ότι η καταγραφή αυτή αποτελεί την καλούμενη «ακουστική ταυτότητα» και είναι διαθέσιμη η συγκριτική αξιολόγηση του ακουστικού συστήματος σε βάθος χρόνου.
Η διάγνωση στηρίζεται κατεξοχήν στην κλινική υποψία του θεράποντος ιατρού ενώ η εμφάνιση βαρηκοΐας ή/και εμβοών μπορεί να αποτελεί την πρώτη εκδήλωση της νόσου.
Σύμφωνα με τα αρχεία του Τμήματος μας τα περισσότερα περιστατικά αφορούν γυναίκες μέσης ηλικίας ενώ οι συχνότερες υποκείμενες παθήσεις αποτελούν:
-ο συστηματικός ερυθυματώδης λύκος,
-η ρευματοειδής αρθρίτιδα,
-το σύνδρομο Cogan
-και η υποτροπιάζουσα πολυχονδρίτιδα.
Αντιμετώπιση
Η έγκαιρη διάγνωση και θεραπεία είναι καθοριστικές για την εξέλιξη της πάθησης.
Η αντιμετώπιση περιλαμβάνει χορήγηση κορτικοστεροειδών (συστηματικά, ενδοτυμπανική έγχυση, συνδυασμός) και /ή ανοσοκατασταλτικών φάρμακων.
Ωστόσο η σύγχρονη ιατρική αντιμετώπιση επιβάλλει την εξατομίκευση της θεραπείας και τη στενή συνεργασία ιατρών διαφόρων ειδικοτήτων (ΩΡΛ – ακοολόγου, ρευματολόγου, παθολόγου) για τη επιλογή της κατάλληλης θεραπείας για τον συγκεκριμένο ασθενή και μάλιστα τη δεδομένη χρονική στιγμή.
Η έγκαιρη αντιμετώπιση συνιστά το κλειδί για την αποκατάσταση της ακοής.
Ωστόσο όπως και συμβαίνει και με τα άλλα συστήματα έτσι και στο ακουστικό σύστημα μπορεί να παρατηρηθούν συχνές υποτροπές πράγμα το οποίο επιβάλει τη στενή μακροχρόνια παρακολούθηση των ασθενών αυτών.