Αναιμία είναι η ύπαρξη μειωμένου αιματοκρίτη σε ένα άτομο.
Αυτό, το βρίσκουμε με την εξέταση «Γενική Αίματος», στην οποία μετράμε τις τιμές:
-του αιματοκρίτη (Ht)
-της αιμοσφαιρίνης (Hb)
-του μέσου όγκου ερυθρών(MCV)
Προκειμένου να δούμε αν υπάρχει αναιμία ή όχι σε ένα άτομο, λαμβάνουμε υπ’ όψιν την τιμή της αιμοσφαιρίνης – και όχι του αιματοκρίτη, όπως πολλοί νομίζουν.
Με βάση την τιμή αυτή, ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (ΠΟΥ) ορίζει ως αναιμία την ύπαρξη αιμοσφαιρίνης κάτω των:
- 12 γραμμαρίων ανά 100ml αίματος (<12gr/dl) για τις γυναίκες
- 13 γραμμαρίων ανά 100ml αίματος (<13 gr/dl ) τους άνδρες.
Ποια είναι τα συμπτώματα της αναιμίας
“Εκτός από τη Γενική Αίματος, ο ιατρός, για την διερεύνηση ατόμου με αναιμία, αξιολογεί τα παρακάτω συμπτώματα“, αναφέρει η κ. Ελισάβετ-Χριστίνα Βερβεσού -Διευθύντρια Αιματολογικού Τμήματος Ερρίκος Ντυνάν Hospital Center
–Αν ο ασθενής έχει αδυναμία, κουράζεται εύκολα, λαχανιάζει στην προσπάθεια, έχει πυρετό, παίρνει φάρμακα για άλλα νοσήματα, έχει μία ή πολλαπλές εγκυμοσύνες, χειρουργικές επεμβάσεις κοκ.
Σε άτομα από την Ελλάδα και άλλες μεσογειακές χώρες, θα ρωτήσει αν ο ασθενής έχει «στίγμα» μεσογειακής αναιμίας, οπότε οι τιμές της αιμοσφαιρίνης του θα είναι σταθερά μικρότερες του φυσιολογικού, χωρίς να υπάρχει κάποια επίκτητη νόσος. ΠΡΟΣΟΧΗ, πάντα αξιολογούμε την αιμοσφαιρίνη.
Όλα τα παραπάνω, αποτελούν το λεγόμενο ιστορικό του ασθενούς.
-Έπειτα, ο γιατρός παρατηρεί εάν ο ασθενής είναι «χλωμός», το χρώμα του εσωτερικού των βλεφάρων του στα μάτια, ελέγχει τη γλώσσα, τα χείλια και τα νύχια, εάν υπάρχουν σημεία τριχόπτωσης, εάν είναι διογκωμένο το ήπαρ ή/και ο σπλήνας και πολλά άλλα ακόμη σημεία.
Από τα παραπάνω γίνεται σαφές ότι, η διάγνωση και η θεραπεία της αναιμίας γίνεται μόνο από κλινικό γιατρό, καθώς η αναιμία συνυπάρχει και συνοδεύει πλέον πλειάδα νοσημάτων, όπως:
-σε έλλειψη σιδήρου,
-σε νοσήματα αυτοάνοσα,
-σε χρόνια νεφρική ανεπάρκεια,
-σε παθήσεις του θυρεοειδή αδένα,
-σε χρόνιες λοιμώξεις κλπ.
Ποιες είναι οι καλύτερες τροφές για την αναιμία;
Είναι πολύ σημαντικό, όταν μετράται σίδηρος ορού στις εξετάσεις αίματος, να μετράται πάντα ταυτόχρονα και φερριτίνη ορού, αφού, μεταξύ άλλων, χαμηλός σίδηρος και χαμηλή φερριτίνη ορού αποδεικνύει σιδηροπενία στον ασθενή, με άλλα λόγια, έλλειψη σιδήρου.
Στην περίπτωση αυτή, ο γιατρός ερευνά είτε την χρόνια απώλεια αίματος (πχ. προκαλούμενη από έλκη στομάχου, αιμορροΐδες, πολύποδες, κακοήθεια εντέρου, έμμηνο ρήση) ή την ειδική διατροφή.
“Αν ο γιατρός κρίνει σκόπιμη την χορήγηση σκευασμάτων σιδήρου, συνιστά χάπια σιδήρου, τα οποία λαμβάνονται με νερό με άδειο στομάχι, χωρίς ταυτόχρονη λήψη γάλακτος ή σκευασμάτων ασβεστίου“, αναφέρει η κ. Βερβεσού, προσθέτοντας:
” Σε ειδικές περιπτώσεις, ο Σίδηρος χορηγείται ενδοφλεβίως, πάντα όμως σε Νοσοκομειακό περιβάλλον!
Ο βιολογικά διαθέσιμος σίδηρος από τις τροφές είναι αυτός που υπάρχει στο κόκκινο κρέας.
Οι υπόλοιπες τροφές που συστήνονται δεν έχουν μεγάλη βιολογική δράση για να αντιμετωπιστεί η σιδηροπενική αναιμία”, καταλήγει η κ. Βερβεσού.
Τι άλλο μπορεί να υποδεικνύει ο χαμηλός σίδηρος;
Χαμηλός σίδηρος ορού με υψηλή φερριτίνη ορού υποδεικνύει φλεγμονή μικροβιακής ή ανοσολογικής αρχής (π.χ. νεφρική ανεπάρκεια, καρδιακή ανεπάρκεια, φυματίωση, αυτοάνοσα νοσήματα) Επίσης, η τιμή της κρεατινίνης ορού και η ηλεκτροφόρηση λευκωμάτων ορού είναι πάντα χρήσιμη στην διερεύνηση αναιμίας, καθώς μας κατευθύνουν άμεσα προς συγκεκριμένα νοσήματα και αποφεύγεται χρόνος και κόπος.Τέλος, χρήσιμη είναι και η μέτρηση της βιταμίνης Β12 στον ορό.