Οι χόνδροι, ένα «υλικό» με υψηλή εξειδίκευση φτιαγμένο κυρίως από νερό, κολλαγόνο, πρωτεΐνες και λιπίδια, καλύπτουν τα άκρα των οστών των αρθρώσεων κατανέμοντας τα φορτία, απορροφώντας κραδασμούς, και προστατεύοντας τις αρθρικές επιφάνειες από τη φθορά μιας και ελαχιστοποιούν την τριβή και διευκολύνουν την κίνηση.
Το πάχος τους κυμαίνεται στα 2 με 4 χιλιοστά, και μειώνεται όσο περνούν τα χρόνια.
Με δεδομένο ότι δεν τους διαπερνούν νεύρα ή αγγεία («τρέφονται» από το αρθρικό υγρό) έχουν πολύ περιορισμένη ικανότητα αυτοεπούλωσης.
Πόση σημασία έχει η έγκαιρη διάγνωση
Στην πραγματικότητα, οι βλάβες στους χόνδρους των αρθρώσεων είναι μια πρόκληση για τους ορθοπεδικούς: Εάν δεν διαγνωστούν έγκαιρα, και αν δεν υπάρξει άμεση αντιμετώπιση του τραυματισμού ή της πάθησης, τότε σταδιακά προσβάλλεται ολόκληρος ο χόνδρος με αποτέλεσμα πρώτα τη χονδροπάθεια και στη συνέχεια, όταν έχει επέλθει η πλήρης φθορά και οι αρθρικές επιφάνειες παραμένουν ακάλυπτες, την οστεοαρθρίτιδα.
“Συνήθως οι ασθενείς φτάνουν στον γιατρό με βλάβες σταδίου 3 και 4, που επηρεάζουν τη φυσιολογική λειτουργία της άρθρωσης και προκαλούν πόνο, ύδαρθρο και θορύβους κατά την κίνηση. Το πιο πιθανό είναι να ανήκουν στον αθλούμενο πληθυσμό και να είναι νεαρής ηλικίας – αιτία μπορεί να είναι ένας συγκεκριμένος ή και επαναλαμβανόμενος τραυματισμός, είτε η οστεοχονδρίτιδα“, αναφέρει ο Κωνσταντίνος Ιντζόγλου, Ορθοπαιδικός Χειρουργός, Συνεργάτης Μetropolitan General -Eξειδικευμένος χειρουργός γόνατος, ώμου και ισχίου -Υπότροφος της Ευρωπαϊκής Αρθροσκοπικής Εταιρείας (ESSKA)
Τι θα συμβεί στο χειρουργείο;
Οι χόνδρινες βλάβες δεν αντιμετωπίζονται συντηρητικά.
Η χειρουργική αποκατάστασή τους γίνεται κατά κύριο λόγο με αρθροσκοπικές τεχνικές και μόνο σε περιπτώσεις εκτεταμένης βλάβης χρησιμοποιούνται ανοιχτές τεχνικές.
“Ειδικά σε επαγγελματίες αθλητές είναι δυνατό να γίνει αρθροσκοπικά αφαίρεση ενός ελεύθερου χόνδρινου σωματιδίου που «ενοχλεί» την άρθρωση, και η τελική χειρουργική αποκατάσταση της βλάβης να πραγματοποιηθεί σε δεύτερο χρόνο“. λέει ο κ. Ιντζόγλου, προσθέτοντας:
“Για βλάβες που καταλαμβάνουν μικρή επιφάνεια του χόνδρου επιλέγονται οι τεχνικές των μικροκαταγμάτων και των μικροτρυπανισμών ώστε να ανοιχτούν δίαυλοι «επικοινωνίας» μεταξύ του τραυματισμένου χόνδρου και του υποχόνδριου οστούν που είναι πλούσιο σε μεσεγχυματικά κύτταρα, τα οποία μετασχηματίζονται σε χονδροκύτταρα όταν τοποθετηθούν στις προβληματικές επιφάνειες.
Βέβαια ο νέος χόνδρινος ιστός που σχηματίζεται είναι κατώτερης ποιότητας και περιορισμένης μηχανικής αντοχής“.
Εναλλακτικά, εμφυτεύονται οστεοχόνδρινα κυλινδρικά τεμάχια που προέρχονται από περιοχές της πάσχουσας άρθρωσης και δεν συμμετέχουν στη λειτουργία της, ή συνθετικά μοσχεύματα.
Το πλεονέκτημα αυτής της τεχνικής είναι ότι τοποθετείται έτοιμος χόνδρος, και έτσι αντιμετωπίζεται και τυχόν συνυπάρχουσα βλάβη του υποχόνδριου οστού (οστεονέκρωση). Το ποσοστό επιτυχίας φτάνει το 80-90%, ωστόσο μειονέκτημα θεωρείται ο περιορισμός στο πόσοι κύλινδροι μπορούν να ληφθούν από τη δότρια περιοχή.
Σε περιπτώσεις που οι βλάβες καταλαμβάνουν μεγάλο μέρος της επιφάνειας του χόνδρου, ή ταυτόχρονα πάσχει σε μεγάλο βάθος το υποχόνδριο οστούν, τότε επιλέγεται η μεταμόσχευση μεγάλων χόνδρινων ή οστεοχόνδρινων τεμαχίων (αλλομοσχεύματα).
Η συγκεκριμένη τεχνική έχει άριστα κλινικά αποτελέσματα και ποσοστό επιτυχίας που αγγίζει το 90%.
Η συνεχώς εξελισσόμενη έρευνα στο πεδίο των χόνδρινων βλαβών έχει δώσει και τεχνικές στηριζόμενες στα χονδροκύτταρα.
Από την άρθρωση του ασθενούς λαμβάνεται υγιής ιστός από τον οποίο απομονώνονται κύτταρα, που στη συνέχεια μπαίνουν σε συνθετικές μεμβράνες κολλαγόνου ή υαολουρονικού ώστε να τοποθετηθούν στην περιοχή της βλάβης προκειμένου να αναπτυχθεί νέος χόνδρος.
“Με ανάλογο τρόπο απομονώνονται και τοποθετούνται βλαστοκύτταρα που λαμβάνονται από τον ίδιο τον ασθενή – εναλλακτική και πολλά υποσχόμενη μέθοδος αποκατάστασης είναι και με μεσεγχυματικά κύτταρα.
Η τεχνική της αυτόλογης μεταμόσχευσης επιλέγεται για μεγάλες βλάβες, ενώ αποτελεί λύση σε περιπτώσεις ασθενών στους οποίους έχουν αποτύχει άλλες τεχνικές”, καταλήγει ο κ. Ιντζόγλου.